20.9.24

Fernando Iwasaki #1


Στα αριστοτεχνικά γραμμένα μικροδιηγήματα του Φερνάντο Ιγουασάκι, χιλιόχρονες δοξασίες μπλέκονται με αστικούς μύθους και θρησκευτικές παραδόσεις με εξωτικούς θρύλους, προκαλώντας μέσα σε ελάχιστες σειρές μια ολόκληρη γκάμα συναισθημάτων από την ανατριχίλα και την αηδία, ώς το φόβο ή ακόμη και το γέλιο.  Ανθρωποφάγες καλόγριες, ζόμπι, νεκρά μωρά, σατανικά παιδιά, φαντάσματα, βρικόλακες και πλάσματα άγνωστης προέλευσης, είναι μερικά μόνο από τα όντα που στήνουν χορό σ’ αυτό το βλάσφημο και μακάβριο γαϊτανάκι. Οι σύντομες αυτές ιστορίες, συχνά αναμνήσεις και βιώματα από τις τρομακτικές αφηγήσεις της θρησκόληπτης γιαγιάς του Περουβιανού συγγραφέα οι οποίες σημάδεψαν τα παιδικά του χρόνια, αναβιώνουν σε μεγάλο βαθμό τα ήθη και τα τελετουργικά της γενέτειράς του, Λίμα. Πρόκειται για μια σχολαστική εργασία διάσωσης και ανάκτησης εκείνων των ιστοριών που είχαν μεγαλύτερο αντίκτυπο στην κοινωνία. Τα περισσότερα από αυτά τα ανέκδοτα επεισόδια έχουν μυθικό ή φανταστικό χαρακτήρα, αλλά ο επιδέξιος συγγραφέας τα παντρεύει παιγνιωδώς με ένα πλήθος από αναφορές στη λαϊκή κουλτούρα, τη γοτθική λογοτεχνία ή την ιστορία των θρησκειών και των πολιτισμών, δημιουργώντας ένα άκρως πρωτότυπο και διασκεδαστικό κράμα λογοτεχνίας τρόμου και ιστοριογραφίας, μια ανθολογία από σαρκαστικά και αιρετικά «άνθη του κακού».

W.C

Ήταν το πρώτο βενζινάδικο μετά από πολλά χιλιόμετρα και αναστέναξα ανακουφισμένος γιατί τα άντερά μου διαλύονταν από τους σφάχτες. Ένας άντρας χωρίς βλέφαρα μου υπέδειξε ένα διάδρομο που χανόταν μες στο σκοτάδι και κατά κει κατευθύνθηκα ακροπατώντας από πλακάκι σε πλακάκι σαν σχοινοβάτης που δεν θέλει να ανακαλύψει το κοινό ότι φοράει ξηλωμένο κολάν. Στην τουαλέτα δεν υπήρχε καθρέφτης, ούτε φως και το πλατσούρισμα των ποδιών μου μαρτυρούσε πως το πάτωμα ήταν καλυμμένο το λιγότερο δυο-τρία δάχτυλα από ένα ακαθόριστο υγρό. Το πρώτο χαρτί το ξόδεψα καθαρίζοντας στα τυφλά τη λεκάνη. Κάνοντας μεταβολή κλότσησα κάτι σαν κράνος μηχανής κι έκατσα σηκώνοντας τα μπατζάκια μου για να μην βραχούν.

Η αίσθηση ανακούφισης και ικανοποίησης δεν κράτησε παρά λίγα δευτερόλεπτα γιατί κάποιος απ’ έξω γύρισε το κλειδί της πόρτας. Ο νους μου πήγε στο αυτοκίνητο και το φορητό υπολογιστή που είχα στο πίσω κάθισμα. Στη σκέψη μου ήρθε ο άντρας χωρίς βλέφαρα φορώντας τις μεταξωτές μου γραβάτες. Αυτά σκεφτόμουν όταν ένα υγρό βουητό ανέβλυσε από τα σπλάχνα του υπονόμου.

Καθισμένος στη λεκάνη ένιωσα κάτι γοργό και ασυγκράτητο ν’ ανεβαίνει από τις σωληνώσεις. Τα νύχια του κροτάλιζαν στο μέταλλο και οι ρουφηξιές του πλάσματος αυτού ήταν τόσο έντονες όσο το χτύπημα απ’ τα σαγόνια του. Το δεύτερο χαρτί μού έπεσε μέσα σ’ εκείνη την παχύρρευστη λίμνη.  Σηκώθηκα και πήγα προς την πόρτα κρατώντας ακόμα το παντελόνι μου όταν κάτι βγήκε από τη λεκάνη με την ορμή φώκιας σε ρωσικό τσίρκο.  Έπεσα μπρούμυτα στο πάτωμα.

Η αίσθηση αηδίας ήταν εντονότερη απ’ τις δαγκωματιές. Με το τρίτο χαρτί καθάρισα το στόμα μου. Το κράνος της μηχανής είχε δυο κόγχες κενές.

 

Η φρίκη των ονείρων

Υπάρχουν εφιάλτες που δεν μας εγκαταλείπουν ποτέ και γερνάνε μαζί μας, προσθέτοντας στον πρωτογενή τρόμο τους φόβους των γηρατειών, τις πληγές του έρωτα και τον πόνο της εμπειρίας. Μικρός ονειρευόμουν ότι με κυνηγούσε ένας άνδρας με τα χέρια στις τσέπες και ότι αυτά τα χέρια πρόδιδαν την τερατώδη του φύση: πόδια κοτόπουλου, δάχτυλα από σκουλήκια ή σαν παραμορφωμένα σίδερα. Με τα χρόνια ο άντρας αυτός άλλαξε πολλές φορές όψη, τρομάζοντάς με εκ νέου με την παλιά του φρίκη. Άλλος εφιάλτης είναι αυτός της γυναίκας που γελάει κάτω από μια κινέζικη μάσκα. Μικρός με τρομοκρατούσε να μην ξέρω ποια ήταν και τώρα μεγάλος με αναστατώνει που υποψιάζομαι ποια είναι. Ο χειρότερος όμως είναι αυτός του λεπροκομείου: όταν ήμουν μικρός κατέβαινα στη σπηλιά για να βοηθήσω τον Μπεν Χουρ να βρει τη μητέρα του, φοβούμενος στην πραγματικότητα μήπως ανακαλύψει τη δικιά μου. Τώρα στα όνειρα μου ζητάω από τον Ιούδα Μπεν Χουρ να κατέβει μόνος του, γιατί ξέρω πως η μαμά μου σαπίζει εκεί κάτω και δεν θέλω να βγει έξω.

 

Τελευταία επιθυμία

Οι ετοιμοθάνατοι έχουν φευγαλέες εκλάμψεις διαύγειας που σβήνουν σαν κεριά μέσα στην καταχνιά του θανάτου. Η μαμά πέθανε έτσι, απαριθμώντας τις υποχρεώσεις μου, υπενθυμίζοντας μου τα καθήκοντα μου, υπαγορεύοντας μου σε ποιο συρτάρι βρισκόταν τα χαρτιά της ασφάλειας, σε ποιους είχε δανείσει βιβλία και πάνω απ’ όλα διαμηνύοντας μου να προσέχω πάντα τις αδερφές μου. Η καημένη η μαμά. Το μαρτύριο της ήταν τόσο μεγάλο και ποτέ δεν μας πέρασε από το νου πως την ύστατη στιγμή θα μπορούσε να μας αποχαιρετήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Σταδιακά, βυθιζόταν σε μια οδυνηρή υπνηλία, επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά τα ονόματα των αδερφών μου. Πήρα το χέρι της και μου είπε πως χαιρόταν που ξανάβλεπε επιτέλους τον πατέρα μου. Ξαφνικά, μου έμπηξε γλυκά τα νύχια της και μου ζήτησε να μην αφήσω ποτέ μόνο του τον Λουισίτο, πως ήταν αρρωστούλης και πως με είχε ανάγκη. Κι έτσι η μαμά πέθανε όπως υποπτευόμουν, φυλάσσοντας τα τελευταία της λόγια για τον καημένο τον Λουισίτο που πέθανε από λευχαιμία όταν ήμασταν παιδιά.

Πήγαμε στο σπίτι της μαμάς να τακτοποιήσουμε τα πράγματά της κι ακούσαμε κλάματα μέσα από την ντουλάπα. Οι αδερφές μου λένε πως είναι δική μου υποχρέωση κι αναγκάστηκα να τον πάρω στο σπίτι. Του αρέσει να παίζει με νάιλον καλσόν και αποξηραμένα πέταλα.

 

Στα επείγοντα

Η σειρήνα του ασθενοφόρου βουίζει ακόμα στ’ αφτιά μου όσο με ανεβάζουν σ’ ένα φορείο, μου κάνουν μια ένεση μ’ ένα ροζ υγρό κι ο κόσμος γύρω μου τρέχει, σαν να βιαζόμουν. Την πρώτη φορά που με έφεραν στα επείγοντα βίωσα με νευρικότητα την πρεμιέρα της χορογραφίας του θανάτου μου, τώρα όμως που μετράμε πια πέντε παραστάσεις έχω αναπτύξει κάτι σαν σκηνική νωθρότητα.

Η ένεση με το ροζ υγρό είναι για να επανέλθουν οι χτύποι της καρδιάς, ο ενδοφλέβιος ορός που μου έβαλαν περιέχει ένα αναλγητικό, η μάσκα που φοράω σκοπό έχει να με αποκοιμίσει και το τζελ με το οποίο μου αλείφουν το στήθος δηλώνει πως πρόκειται να με εγχειρήσουν. Το χειρότερο είναι μετά, όταν ξυπνάω σιγά-σιγά, θυμάμαι τα ονόματα αυτών που έχουν έρθει να με επισκεφτούν, αποδέχομαι τα απομεινάρια του σώματός μου και αποχαιρετώ κόσμο που είχα χρόνια να δω.

Η επιβίωση απαιτεί έναν έστω ελάχιστο ενθουσιασμό. Έναν ενθουσιασμό που δεν έχω πια. Νιώθω τόσο καλά εδώ που δεν σκέφτομαι να δώσω μάχη. Ο θάνατος είναι λευκός.

 

Το παράσιτο

Δεν ήταν ίνωμα, ούτε όγκος, ούτε τριχοθυλάκιο που είχε πάθει μόλυνση, μα ένας ζαρωμένος δίδυμος αδερφός εγκυστωμένος στην πλάτη του σαν ένας μόνιμος και ευχαριστημένος ένοικος. Ίσως να μην έπρεπε να του πω ποτέ τι ήταν και να τον αφήσω να σκέφτεται πως δεν επρόκειτο παρά για μια κοινή μάζα λίπους, αλλά εκείνος ο άνθρωπος μου είχε φανεί έξυπνος και δεν δίστασα να του δείξω εκείνη την ατροφική μικρογραφία του εαυτού του.

Ορισμένοι ασθενείς δεν είναι προετοιμασμένοι για να μάθουν τι έχουν και για να ατενίσουν δίχως προκαταλήψεις το απέραντο τοπίο της ανθρώπινης παθολογίας. Όπως εκείνος ο άνθρωπος που κρατούσε στην αγκαλιά του απαρηγόρητος τον αγέννητο αδερφό του, στον οποίο μέχρι που του έκοψε τα μαλλιά και τα μικροσκοπικά του νυχάκια προκειμένου να βρει έναν αχνό απόηχο, μια μακρινή αντανάκλαση, μια μελαγχολική ομοιότητα. Είμαι επιστήμονας, πώς θα μπορούσα να ξέρω αν είχε αισθήματα ή αν ονειρευόταν;

Δυο μέρες μετά την επέμβαση πέθανε από άγνωστη αιτία. Το παράσιτο επέζησε μια μέρα ακόμη.  



22.4.24

Rolf Dieter Brinkmann #3



Ένα ποιήμα

Εδώ είναι ένα ποίημα χωρίς ήρωα.
Σε αυτό το ποίημα δεν υπάρχουν δέντρα. Δεν υπάρχει χώρος
για να μπεις και να κοιμηθείς εδώ
στο ποίημα. Δεν μπορείς  να δεις κανένα χρώμα
 
σε αυτό το ποίημα εδώ. Δεν υπάρχουν συναισθήματα
στο ποίημα. Δεν υπάρχει τίποτα σε αυτό το ποίημα
να αγγίξεις. Δεν υπάρχουν μυρωδιές εδώ
σε αυτό το ποίημα. Δεν χρειάζεται κανείς να σκαρφαλώσει
 
πάνω από  φράχτη ή τείχος σε αυτό το ποίημα.
Δεν υπάρχει τίποτα να νιώσεις σε αυτό το ποίημα.
Το ποίημα εδώ δεν μπορείς να το παρακάμψεις.
Δεν είναι από καουτσούκ. Καμία λευκή σκιά
 
δεν υπάρχει στο ποίημα εδώ. Κανείς δεν επιστρέφει
 από ταξίδι εδώ σε αυτό το ποίημα.
Κανείς σε αυτό το ποίημα δεν ανεβαίνει ξέπνοος
τις σκάλες. Το ποίημα εδώ  δεν υπόσχεται
 
τίποτα. Επίσης δεν πεθαίνει κανείς στο ποίημα.
Σε αυτό το ποίημα δεν αισθάνεσαι κανένα χνώτο. Δεν
υπάρχει κανένας ήχος χαράς στο ποίημα εδώ. Κανένας
άνθρωπος στο ποίημα αυτό δεν είναι απελπισμένος. Εδώ
 
στο ποίημα είναι πολύ ήσυχα. Κανείς δεν
διαμαρτύρεται στο ποίημα. Κανείς δεν μιλάει εδώ
στο ποίημα. Εδώ σε αυτό το ποίημα δεν
τραυματίζονται οι εργαζόμενοι. Το ποίημα εδώ
 
στέκεται απλά εδώ. Δεν περιέχει κλειδιά
για να ξεκλειδώσετε πόρτες. Δεν υπάρχουν πόρτες
σε αυτό το ποίημα. Το ποίημα εδώ είναι χωρίς
μουσική. Κανείς δεν τραγουδά στο ποίημα αυτό και
 
κανείς δεν μιμείται κανέναν εδώ σε αυτό το ποίημα.
κανείς δεν ουρλιάζει εδώ, κανείς δεν καταριέται,
γαμάει, τρώει ή παίρνει βαρβιτουρικά. Δεν υπάρχει σε
αυτό το ποίημα σκηνικό βομβαρδισμού
 
για σένα. Το ποίημα εδώ δεν περπατάει, δεν ξαπλώνει,
δεν κοιμάται, δεν γνωρίζει καμία μέρα, δεν γνωρίζει καμία
νύχτα. Δεν χρειάζεσαι εδώ σε αυτό το ποίημα
να πληρώνεις τους λογαριασμούς Δεν υπάρχει ιδιοκτήτης
 
που αυξάνει το ενοίκιο. Δεν υπάρχουν
εταιρείες σε αυτό το ποίημα. Δεν υπάρχει σε αυτό
το ποίημα καμία πολιτεία Καλιφόρνια. Δεν υπάρχει
ρίγανη σε αυτό το ποίημα. Σε αυτό το ποίημα
 
δεν υπάρχει θάλασσα. Δεν μπορείς να κολυμπήσεις
στο ποίημα αυτό. Το ποίημα που βρίσκεται εδώ δεν έχει
ζεστασιά, το ποίημα δεν έχει ψύχος. Το ποίημα
εδώ δεν είναι μαύρο, δεν έχει παράθυρα και
 
δεν γνωρίζει φόβο. Το ποίημα εδώ δεν τρέμει
καθόλου. Το ποίημα εδώ είναι χωρίς καθρέπτη. Σε αυτό
το ποίημα δεν υπάρχει ούτε τηγανητό αβγό. Σουπερμάρκετ
δεν υπάρχει εδώ σε αυτό το ποίημα. Το ποίημα
 
που διαβάζεις εδώ δεν έχει βυζιά και πόδια,
το ποίημα εδώ είναι εντελώς ασώματο. Κανείς δεν
αναστενάζει εδώ στο ποίημα. Το ποίημα δεν αιμορραγεί,
δεν κρύβει τίποτα, το ποίημα δεν έχει κανόνες
 
Το ποίημα δεν είναι αναφορά για κανέναν. Κανείς
δεν βρίσκει μια δεκάρα σε αυτό το ποίημα,
και εδώ σε αυτό το ποίημα κανείς δεν οδηγεί
αυτοκίνητο. Τα ελαστικά δεν τσιρίζουν στη γωνία.
 
Σε αυτό το ποίημα κανείς δεν ρουφάει τρυφερά
έναν πούτσο. Δεν υπάρχουν λαμπτήρες σε αυτό
το ποίημα. Το ποίημα δεν είναι ένα κίτρινο μαντήλι.
Το ποίημα που κοιτάς εδώ δεν βήχει.
 
Εδώ σε αυτό το ποίημα δεν μπορείς να φιλήσεις.
Εδώ σε αυτό το ποίημα δεν κατουράς. Δεν
Μπορείς τίποτα να ξεκινήσεις με αυτό το ποίημα. Το
Ποίημα αποτελείται από ηχηρές αρνήσεις. Όλο και
 
περισσότερες αρνήσεις υπάρχουν σε αυτό το ποίημα.
Δεν υπάρχει ζιζάνιο στο ποίημα αυτό. Κανείς δεν γελάει
σε αυτό το ποίημα. Το ποίημα δεν ξέρει καμία
δουλειά. Κανείς δεν βλέπει τηλεόραση σε αυτό το ποίημα.
 
Το ποίημα δεν φοράει ρολόι. Το ποίημα δεν είναι
διαχρονικό. Χρειάζεται τόσο χρόνο, όσο θα κάνεις
για να διαβάσεις το ποίημα εδώ. Καμιά βρύση δεν
στάζει στο ποίημα εδώ και κανείς στο ποίημα
 
Δεν αναζητά τσιγάρα. Εδώ το ποίημα
δεν δίνει φιλοδώρημα. Δεν υπάρχει τουαλέτα
εδώ στο ποίημα. Δεν υπάρχει καμία πόλη σε αυτό
το ποίημα. Εδώ στο ποίημα κανείς δεν πλένει
 
τα πόδια. Το να πηγαίνεις σχολείο δεν είναι στο ποίημα
απαραίτητο. Στο ποίημα κανείς δεν γλύφει κάποιο
μουνί. Το πέος σου δεν στέκεται όρθιο εδώ
στο ποίημα. Δεν μπορείς εδώ στο ποίημα
 
να κάτσεις και αν σκεφτείς. Το ποίημα εδώ
δεν είναι το κράτος. Δεν είναι η κοινωνία.
Δεν είναι μηχανή φλίπερ. Το ποίημα εδώ
δεν έχει σκύλο. Σε αυτό το ποίημα δεν μπορεί
 
κανείς να αναγνωρίσει τον εαυτό του. Δεν τριγυρνούν
αστυνομικοί ούτε ψάχνουν να κάνουν διάλειμμα. Δεν
υπάρχει αγελάδα σε αυτό το ποίημα. Tο ποίημα εδώ
δεν είναι επιπόλαιο. Το ποίημα εδώ δεν είναι
 
προσεχτικό. Σε αυτό το ποίημα δεν εμφανίζεται
καλοκαιρινή μέρα. Δεν είναι ποτέ Τρίτη σε αυτό το ποίημα,
δεν υπάρχει Τετάρτη. Σε αυτό το ποίημα, δεν
είναι Παρασκευή σε αυτό το ποίημα και δεν υπάρχει

Πέμπτη στο ποίημα εδώ. Δεν είναι Δευτέρα,
Σάββατο και Κυριακή εδώ στο ποίημα. Το ποίημα
εδώ δεν είναι το αρνητικό της Δευτέρας ή της
Πέμπτης. Το ποίημα σταματά απλά εδώ.

[Από τη συλλογή "Westwärts 1&2" , Rowohlt Verlag, Reinbek 1975 / μετάφραση: Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης]