29.10.23

Ρους

Η ψυχή του καθενός είναι σαν τα σωθικά της Γης – ένα παράδοξο μείγμα από ποικίλα υλικά. Εκεί που υπάρχει ο χρυσός, εκεί και το κάρβουνο. Οι πολύτιμοι λίθοι συνυπάρχουν με το ταπεινό χαλίκι· η κοινότυπη πέτρα με τους αξιοθαύμαστους σταλακτίτες· το ακατέργαστο μαζί με το λεπτοδουλεμένο. Η αφέλεια και ο θυμός στέκουν δίπλα-δίπλα με τη συγκίνηση και την υπαρξιακή αγωνία. Ο ρέων ρυθμός αναμειγνύεται με το σπασμωδικό τίναγμα· το προσωπικό τραύμα με την κοινωνική δυστοπία. Και κάπως έτσι πορεύονται οι στίχοι στο Ρους – μικρά ρυάκια προς την αντάμωση με το ωκεάνιο συλλογικό.


Αλληλοδιαδοχή

Οι σταγόνες τερματίζουν πάνω στην τζαμόπορτα. Ζουν για λίγο.

Η επόμενη σβήνει την προηγούμενη. Δεν έχουν μνήμη, δεν πληγώνονται.

Τις παρακολουθείς από ώρα τις μετράς μήπως; Μελαγχολείς.

Έτσι κι οι μέρες, σου ψιθυρίζω. Τι; λες χωρίς να γυρίσεις.

Είσαι αφηρημένη, απορροφημένη στο μάταιο έργο σου.

Οι σταγόνες δε μας υπολογίζουν. Μόνο πέφτουν και χάνονται.

Ό,τι μένει απ’ αυτές ένα χωμάτινο στίγμα. Για να καθαριστεί σύντομα.

 

Καθήλωση

Σαν ένα παιχνίδι ρομπότ ή φορτηγό που όταν συναντάει εμπόδιο συνεχίζει να προσκρούει ατέρμονα πάνω του. Ούτε κατ’ ελάχιστον αλλαγή κατεύθυνσης. Τόσο ανόητο. Τόσο γελοίο. Βασανιστικά γελοίο.

Σου ’ρχεται να βάλεις τα κλάματα από τα νεύρα.

Μα πώς είναι δυνατόν να κάνεις διαρκώς την ίδια και την ίδια ηλίθια κίνηση; Πώς;

Κι όχι μόνο να την κάνεις, αλλά να ξεχνάς και πού οδηγεί.

Και συνεχώς να ελπίζεις ότι την επόμενη φορά θα είναι αλλιώς.

Μου θυμίζεις εκείνη τη θεοπάλαβη εξίσωση όπου εισάγεις κάθε φορά πανομοιότυπα δεδομένα και αναμένεις διαφορετικό αποτέλεσμα. Μα γίνεται αυτό;

Πλέον μπορούμε να μιλήσουμε ξεκάθαρα για καθήλωση στο στάδιο της βλακείας.

Κι όμως θα το ξανακάνεις. Το κάνεις ήδη.

 

Η αναζήτηση ενός στίχου

Μέσα στην πυκνή ομίχλη, σε ακτή εκατοντάδων μέτρων, ψάχνω να βρω ένα συγκεκριμένο βότσαλο.

Αγνοώ το χρώμα του, το μέγεθός του, την ίδια του τη φύση.

Μόνο όταν και αν το ανακαλύψω, θα ξέρω ότι είναι αυτό.

Όταν το κρατήσω στα χέρια μου, θα ξέρω ότι αυτό έψαχνα.

Ως τότε θα πρέπει να ζω σε μια αέναη αβεβαιότητα. Αυτό είναι το ταξίδι και το τίμημα του στίχου.

 

Της νύχτας πλάσματα

Τρεις αράχνες, ένα σαμιαμίδι, μια χούφτα μυρμήγκια σεργιανίζουν στο σπίτι τις νύχτες.

Καμιά φορά και τη μέρα. Δεν ενοχλούν. Υπάρχουν. Ήταν εδώ πριν από μας.

Τα ψεκάζω. Τα κυνηγάω. Τα ταΐζω καμιά φορά. Τα συνθλίβω με την παντόφλα.

Ποθώ να τα εξαφανίσω. Μου χαλάνε τον ύπνο.

Τις προάλλες ονειρεύτηκα πως μια ορδή ασπόνδυλων εντόμων σκέπαζε το κορμί μου. Έτρεχαν πάνω κάτω, φαινομενικά ατάκτως. Εισχωρούσαν όπου μπορούσαν να εισχωρήσουν. Ίδρωσα.

Άνοιξα τα μάτια και κρεμόταν από πάνω μου. Από ένα αόρατο νήμα, εγώ ακίνητος σα μνήμα. Δεν μπορεί να με φάει, της πέφτω πολύ ογκώδης. Να με παραλύσει όμως μπορεί. Και να περιμένει πότε θα γιγαντωθεί για να ’μαι στα μέτρα της.

Κάποτε τα πλάσματα της νύχτας που περιφέρονται κρυμμένα μέσα στο σπίτι θα θελήσουν να πάρουν εκδίκηση. Θ’ αντισταθούν σθεναρά στην παντόφλα του κατακτητή. Μπορεί και να κερδίσουν στο τέλος. Ανήκει και σ’ αυτά ο χώρος, το κενό και ο χρόνος.

 

Αντίγραφες, αξεδυάλυτες

Μέρες ολόιδιες χάντρες αδιάφορες

Αντίγραφα σκότους παρά φωτός Πανομοιότυπες

Μεταξύ θυμού και χαύνωσης συνθλίβεται το φως

μεταξύ θλίψης κι απόγνωσης θρυμματίζεται η αφύπνιση μεταξύ σιωπής και φίμωσης καταργούνται τα βήματα Μια εικόνα μου του χθες

ανατριχιαστικό αντίγραφο μιας εικόνας μου του αύριο ιδού η πεμπτουσία της δυστυχίας

ιδού η φτώχεια δίχως προοπτική ξεσηκωμού

Και το φιλί ακόμα ακούγεται σαν αλληλουχία φωτοτυπιών

η μια μετά την άλλη διαδοχή του όμοιου

διαδοχή για ν’ αναφωνήσεις «κρίμα» σα για κάποιον πρόωρο θάνατο



Ρους, Στέφανος Κασσωμένος [Περικείμενο Βιβλία, 2021]