Η Προσμονή μοιάζει με μια γλυκιά κοπέλα που διατηρείται
πάντα νέα (αν είναι ποτέ δυνατόν). Χρυσά μαλλιά, μελίρρυτη καθησυχαστική φωνή,
γαλάζιο βλέμμα, όλα τα έχει η Προσμονή. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν είναι
παρά ένα επίμονο, γκρίζο τρωκτικό που ροκανίζει τη ψυχή σου. Η Προσμονή,
ροκανίζει τη ψυχή σου απαλά φροντίζοντας όμως ν’ αφήνει πάντα χώρο για όνειρα.
Τα ροκανίσματα της μοιάζουν με απλωτές μέσα σε μια ήσυχη θάλασσα, δημιουργούν
ομόκεντρους κύκλους που ξεκινούν απ’ το κέντρο ακριβώς της καρδιάς και μεταδίδονται
διαδοχικά σ’ όλο το σώμα.
Το σκέφτεται αυτό τα πρωινά που βγαίνει για κολύμπι. Ζει
σ’ ένα παραθαλάσσιο μέρος, χαμηλά βουνά περιβάλλουν τους διαδοχικούς κόλπους
γύρω απ’ τους οποίους εκτείνονται τα σπίτια του οικισμού. Όλα τα σπίτια, αλλά
και τα μαγαζιά, έχουν χτιστεί κοιτώντας προς τη θάλασσα. Το ίδιο συμβαίνει και
με τους κάδους σκουπιδιών ή τα υπαίθρια πάρκινγκ. Όλα κοιτάζουν προς τη
θάλασσα. Δεν υπάρχει άλλο μέρος να κοιτάξει κανείς εδώ, παρά μονάχα η θάλασσα. Στο καφενείο του χωριού, εύκολα
φαντάζεστε που είναι στραμμένες όλες, μα όλες, οι καρέκλες. Αν κανένας ξένος ή
περαστικός καθίσει έχοντας την πλάτη γυρισμένη προς τη θάλασσα, κοιτάζοντας
κατά την ενδοχώρα, γίνεται αυτοστιγμή ο περίγελος όλων. Δεν έχουμε μάτια παρά
μονάχα για όσα βλέπουμε μπροστά μας, σκέφτεται τα πρωινά που βγαίνει για
κολύμπι κι απλώνονται απέναντι της, καρτερικά και ήσυχα, τα χαμηλά βουνά.
Περιορίσαμε τον τόπο μας σε μια λωρίδα γης, το χειρότερο όμως είναι ότι
περιορίσαμε το βλέμμα μας. Για τα βουνά αυτά, τα χαμηλά, έχει φτάσει να νιώθει
μια μεγάλη συμπόνια και κάθε φορά που τα κοιτάζει νιώθει σαν να εκπέμπουν μια
αίσθηση παραπόνου, μια πέτρινη καρτερικότητα, μια προσμονή. Ίσως το μπόι τους να φταίει γι’ αυτήν την
τρομερή αδιαφορία. Ίσως αν ήταν ψηλά, αυτό που λέμε «ψηλά βουνά», τα πράγματα
να ήταν αλλιώς. Τότε, ίσως να ήταν κατάφυτα από έλατα, πέτρινα και ξύλινα
καταλύματα θα είχαν φτιαχτεί, οι άνθρωποι θα ανέβαιναν ώς εδώ τις Κυριακές και
τις αργίες, όλο και κάποιο χιονοδρομικό κέντρο θα είχε ίσως χτιστεί και τότε τα
βουνά θα ήτανε πόλος επισκεπτών, θα έχαιραν άλλου σεβασμού εκ μέρους των
κατοίκων. Αλλά αυτά τα ταπεινά βουνά, δεν έχουνε παρά μονάχα ελιές κι
αμυγδαλιές, κάνας βοσκός μετά βίας περιδιαβαίνει τα μονοπάτια τους, ενώ οι
λίγοι κάτοικοι που είχαν απομείνει εγκατέλειψαν
οι περισσότεροι από καιρό τα σπίτια τους.
Το σκέφτεται αυτό τα πρωινά που βγαίνει για κολύμπι. Όσο
κολυμπά, τόσο περισσότερο συνειδητοποιεί πως μπορεί εκείνη να βρίσκεται στην
αγκαλιά της θάλασσας, αλλά κι αυτή με τη σειρά της βρίσκεται στην αγκαλιά των
βουνών που την περιβάλλουν απ’ άκρη ως άκρη. Χαμογελά στη σκέψη πως τα βουνά,
τελείως σοβαρά εκ πρώτης όψεως, την βλέπουν από μακριά και ίσως να χαμογελούν
κοιτάζοντας την, μια τόση δα κουκκίδα να σχίζει κάθε μέρα τα νερά. Μπορεί και
να τους λείψει αν ξαφνικά ένα πρωί αποφασίσει να μην εμφανιστεί, κι ας είναι
τόσο συνηθισμένα στην απουσία.
Έτσι, επειδή το βλέμμα της τ’ αγκάλιαζε τόσο συχνά,
ένιωσε να φτάνουν ως εκείνη αυθόρμητα τα κύματα της φιλίας τους και θέλησε
κάποια στιγμή να μάθει τ’ όνομα τους. Δεν είχε άλλη επιλογή από το να
απευθυνθεί στους ντόπιους για τους οποίους λέγεται ότι γνωρίζουν τον τόπο τους
σαν την παλάμη του χεριού τους. Κανένας όμως δεν ήξερε να της πει τ’ όνομα
τους, μονάχα πως τα λένε μεταξύ τους, είπαν, «Μαυροβούνια».
Το «μαύρο», και δει ως πρόθεμα, δεν είναι χρώμα, ούτε και
όνομα, ούτε ιδιότητα ψυχής, όπως πολλοί νομίζουν, μα ένδειξη περιφρόνησης.
Έτσι, παρά το γεγονός πως τα βουνά αυτά είναι πράσινα και άρα ζωντανά, στα
μάτια των ντόπιων μοιάζανε έρημα, νεκρά κι αμελητέα.
Στο μεταξύ εκείνη είχε αρχίσει να ενδιαφέρεται όλο και
περισσότερο και έκανε συχνά ερωτήσεις. Δε ρώταγε μόνο πως λέγονταν τα μέρη
αυτά, εκείνα τα βουνά, μα πως μπορούσε άραγε κανείς να φτάσει ως εκεί. Υπήρχε
τρόπος να τα περιηγηθείς;
Έχουν αρχίσει πια να την περνούν γι’ αλλόκοτη τόσο που
μιλάει για τα βουνά. Δεν θέλει παρά να τα παρηγορήσει, να τα γλυκάνει απέναντι
στην τόση αδιαλλαξία. Άλλωστε, τα καταλαβαίνει τόσο καλά. Έχει κι εκείνη τόσα
να δείξει, τόσα να πει, παρότι μένει, σε πείσμα, σιωπηλή.
Η προσμονή το βλέμμα κάποιου να στραφεί επάνω της, την
τρελαίνει.
8.12.23
Προσμονή ή τα βουνά
14.11.23
Russell Edson #1
Σε μια επικείμενη μελέτη του αμερικανικού πεζογραφήματος, ο συγγραφέας και κριτικός Michel Delville («The American Prose Poem: Poetic Form and the Boundaries of Genre») αναφέρει ότι μια από τις τυπικές «συνταγές» του Edson για τα πεζοποιήματά του περιλαμβάνει έναν σύγχρονο άνθρωπο που πέφτει ξαφνικά σε μια εναλλακτική πραγματικότητα στην οποία χάνει τον έλεγχο του εαυτού του, ενίοτε σε σημείο που απορροφάται ανεπανόρθωτα –τόσο μεταφορικά όσο και κυριολεκτικά– από το άμεσο και, τις περισσότερες φορές, οικιακό καθημερινό περιβάλλον του. Συνδέοντας και συγχέοντας διαρκώς το κοινότοπο με το παράξενο, ο Edson απολαμβάνει να βάζει μια φαινομενικά αθώα κατάσταση να υφίσταται τις πιο απίθανες και αλλόκοτες μεταμορφώσεις…
Tα πεζοποιήματα του Έντσον μπορούν να προκαλέσουν γέλιο, θυμηδία ή και τα δύο ταυτόχρονα, και αψηφούν την εύκολη ερμηνεία, γιατί δεν έχουν φανερούς συμβολισμούς. O Edson δημιούργησε το δικό του ποιητικό είδος, έναν σουρεαλιστικό φιλοσοφικό μύθο, στον οποίο είναι εύκολο να εισέλθει κανείς, αλλά δύσκολο να τον αφήσει πίσω του. Στο βιβλίο The Tormented Mirror (University of Pittsburgh Press, 2001), συνεχίζει και τελειοποιεί τη φόρμα του σε εβδομήντα τρία νέα ποιήματα.
Ο Russell Edson απεβίωσε στις 29 Απριλίου 2014.
29.10.23
Ρους
Η ψυχή του καθενός είναι σαν τα
σωθικά της Γης – ένα παράδοξο μείγμα από ποικίλα υλικά. Εκεί που υπάρχει ο
χρυσός, εκεί και το κάρβουνο. Οι πολύτιμοι λίθοι συνυπάρχουν με το ταπεινό
χαλίκι· η κοινότυπη πέτρα με τους αξιοθαύμαστους σταλακτίτες· το ακατέργαστο
μαζί με το λεπτοδουλεμένο. Η αφέλεια και ο θυμός στέκουν δίπλα-δίπλα με τη
συγκίνηση και την υπαρξιακή αγωνία. Ο ρέων ρυθμός αναμειγνύεται με το
σπασμωδικό τίναγμα· το προσωπικό τραύμα με την κοινωνική δυστοπία. Και κάπως
έτσι πορεύονται οι στίχοι στο Ρους – μικρά ρυάκια προς την αντάμωση με το
ωκεάνιο συλλογικό.
Αλληλοδιαδοχή
Οι σταγόνες τερματίζουν
πάνω στην τζαμόπορτα. Ζουν για λίγο.
Η επόμενη σβήνει την
προηγούμενη. Δεν έχουν μνήμη, δεν πληγώνονται.
Τις παρακολουθείς από ώρα
τις μετράς μήπως; Μελαγχολείς.
Έτσι κι οι μέρες, σου
ψιθυρίζω. Τι; λες χωρίς να γυρίσεις.
Είσαι αφηρημένη,
απορροφημένη στο μάταιο έργο σου.
Οι σταγόνες δε μας υπολογίζουν.
Μόνο πέφτουν και χάνονται.
Ό,τι μένει απ’ αυτές ένα
χωμάτινο στίγμα. Για να καθαριστεί σύντομα.
Καθήλωση
Σαν ένα παιχνίδι ρομπότ ή
φορτηγό που όταν συναντάει εμπόδιο συνεχίζει να προσκρούει ατέρμονα πάνω του.
Ούτε κατ’ ελάχιστον αλλαγή κατεύθυνσης. Τόσο ανόητο. Τόσο γελοίο. Βασανιστικά
γελοίο.
Σου ’ρχεται να βάλεις τα κλάματα
από τα νεύρα.
Μα πώς είναι δυνατόν να κάνεις
διαρκώς την ίδια και την ίδια ηλίθια κίνηση; Πώς;
Κι όχι μόνο να την κάνεις, αλλά
να ξεχνάς και πού οδηγεί.
Και συνεχώς να ελπίζεις ότι την
επόμενη φορά θα είναι αλλιώς.
Μου θυμίζεις εκείνη τη θεοπάλαβη εξίσωση όπου εισάγεις κάθε φορά πανομοιότυπα δεδομένα και αναμένεις διαφορετικό αποτέλεσμα. Μα γίνεται αυτό;
Πλέον μπορούμε να μιλήσουμε
ξεκάθαρα για καθήλωση στο στάδιο της βλακείας.
Κι όμως θα το ξανακάνεις. Το
κάνεις ήδη.
Η αναζήτηση ενός στίχου
Μέσα στην πυκνή ομίχλη, σε ακτή
εκατοντάδων μέτρων, ψάχνω να βρω ένα συγκεκριμένο βότσαλο.
Αγνοώ το χρώμα του, το μέγεθός
του, την ίδια του τη φύση.
Μόνο όταν και αν το ανακαλύψω,
θα ξέρω ότι είναι αυτό.
Όταν το κρατήσω στα χέρια μου,
θα ξέρω ότι αυτό έψαχνα.
Ως τότε θα πρέπει να ζω σε μια
αέναη αβεβαιότητα. Αυτό είναι το ταξίδι και το τίμημα του στίχου.
Της νύχτας πλάσματα
Τρεις αράχνες, ένα σαμιαμίδι,
μια χούφτα μυρμήγκια σεργιανίζουν στο σπίτι τις νύχτες.
Καμιά φορά και τη μέρα. Δεν
ενοχλούν. Υπάρχουν. Ήταν εδώ πριν από μας.
Τα ψεκάζω. Τα κυνηγάω. Τα ταΐζω
καμιά φορά. Τα συνθλίβω με την παντόφλα.
Ποθώ να τα εξαφανίσω. Μου χαλάνε
τον ύπνο.
Τις προάλλες ονειρεύτηκα πως μια
ορδή ασπόνδυλων εντόμων σκέπαζε το κορμί μου. Έτρεχαν πάνω κάτω, φαινομενικά
ατάκτως. Εισχωρούσαν όπου μπορούσαν να εισχωρήσουν. Ίδρωσα.
Άνοιξα τα μάτια και κρεμόταν από
πάνω μου. Από ένα αόρατο νήμα, εγώ ακίνητος σα μνήμα. Δεν μπορεί να με φάει,
της πέφτω πολύ ογκώδης. Να με παραλύσει όμως μπορεί. Και να περιμένει πότε θα
γιγαντωθεί για να ’μαι στα μέτρα της.
Κάποτε τα πλάσματα της νύχτας
που περιφέρονται κρυμμένα μέσα στο σπίτι θα θελήσουν να πάρουν εκδίκηση. Θ’
αντισταθούν σθεναρά στην παντόφλα του κατακτητή. Μπορεί και να κερδίσουν στο
τέλος. Ανήκει και σ’ αυτά ο χώρος, το κενό και ο χρόνος.
Αντίγραφες, αξεδυάλυτες
Μέρες ολόιδιες χάντρες αδιάφορες
Αντίγραφα σκότους παρά φωτός
Πανομοιότυπες
Μεταξύ θυμού και χαύνωσης
συνθλίβεται το φως
μεταξύ θλίψης κι απόγνωσης
θρυμματίζεται η αφύπνιση μεταξύ σιωπής και φίμωσης καταργούνται τα βήματα Μια
εικόνα μου του χθες
ανατριχιαστικό αντίγραφο μιας
εικόνας μου του αύριο ιδού η πεμπτουσία της δυστυχίας
ιδού η φτώχεια δίχως προοπτική
ξεσηκωμού
Και το φιλί ακόμα ακούγεται σαν
αλληλουχία φωτοτυπιών
η μια μετά την άλλη διαδοχή του
όμοιου
διαδοχή για ν’ αναφωνήσεις «κρίμα» σα για κάποιον πρόωρο θάνατο
Ρους, Στέφανος Κασσωμένος [Περικείμενο Βιβλία, 2021]