29.12.24

Αγαπητή, Λαβίνια

Αγαπητή, Λαβίνια.

Θα ήθελα να εξετάσουμε τον χορό των μασκών όπως θα εξετάζαμε μια γλώσσα: ο χορός αποκαλύπτει ένα νόημα, δέσμιο της ορατής παράστασής του, ικανό να περισυλλέξει εντός του τη σειρά των προγενέστερων, στρωματοποιημένων εκφράσεων της μάσκας καθώς και των υποδηλώσεων του κουστουμιού. Η σύγκριση δεν αφορά μονάχα την ανάλυση του χορού, της μάσκας ή των κουστουμιών, αλλά και τη γλώσσα, διότι η γλώσσα, υπό τα λεγόμενα της, συναρμοσμένα με ολοκληρωμένα νοήματα, η γλώσσα, της οποίας οι λέξεις ζουν μια βουβή ζωή όπως το απαιτεί η πλάγια ή έμμεση σημασία τους έχει παρόλα αυτά την τάση να πλανάται και να διαφεύγει. Η διαφάνεια της γλώσσας, η φαινομενική της ιδιότητα να εξάγει το  νόημα από τα σημεία, να συνοψίζει και να περικλείει μια πλήρη εκφραστική εξέλιξη σε μια ενιαία πράξη αποτελεί παράδειγμα μιας συσσωρευτικής φύσης, η οποία εν τέλει δεν είναι παρά το υψηλότερο σημείο μιας σιωπηρής και υπονοούμενης κορυφής της ίδιας της κατασκευής. 

Ένα λογοτέχνημα δεν ενεργεί διαφορετικά απ’ ότι το θέατρο, ο χορός ή η ζωγραφική. Είναι ένα έργο υπαινιγμού, ένα κουστούμι, μια μεταμφίεση. Μπορούμε να διηγηθούμε το θέμα ενός βιβλίου όπως και αυτό μιας χορογραφίας ή ενός πίνακα, όμως οι αρετές αυτών των έργων δεν βρίσκονται στο θέμα. Αυτό που μετράει δεν είναι τόσο ότι η Λαβίνια Σούλτς έζησε σε δύσκολες συνθήκες ούτε το γεγονός ότι αυτοκτόνησε, αλλά, μετά από αυτά, η σιωπή, αυτός ο ιριδισμός του ονείρου, αυτή η βεβαιότητα χωρίς στοχασμό, αυτή η αιώνια απόφαση, όμως αυτό δεν λέγεται πουθενά. 

Σωρεύοντας και συμπυκνώνοντας τον χρόνο η συγγραφέας κατορθώνει να εισδύσει σε εσένα και απεικονίσει μέσα στο φαντασιακό της τις μάσκες, τα κουστούμια, τα εμπόδια, τα τυχαία περιστατικά. Η συγγραφέας-Λαβίνια παρακινούμενη από τους ρυθμούς του ίδιου της του θυμού ή του θυμικού δίνει απροσδόκητα ένα φανταστικό σώμα σε εκείνην και τους άλλους, μια φανταστική ύπαρξη, ωστόσο πιο ζωντανή από το ίδιο σου/της το σώμα, για να κάνεις σαν μια δεύτερη ζωή το ταξίδι σου/της με ένα ρυθμό έντονου πάθους, διακρίνοντας το ορατό από το αόρατο, αυτό που πρέπει να ειπωθεί και αυτό που πρέπει να αποσιωπηθεί. Διότι, αγαπητή, και διόρθωσέ με να κάνω λάθος, η γλώσσα δεν είναι μονάχα μέσο την υπηρεσία ενός εξωτερικού σκοπού, αλλά εμπεριέχει την ηθική της, τον τρόπο χρήσεώς της, το όραμά της του κόσμου. Αυτή η ζωντανή χρήση της γλώσσας είναι συνήθως το αντίθετο του φορμαλισμού, και μιας λογοτεχνίας «θεμάτων». Πράγματι, μια γλώσσα που δεν θα γύρευε παρά να εκφράσει τα ίδια τα πράγματα, θα εξαντλούσε τις δυνατότητές της σε εκφράσεις γεγονότων. Αντίθετα μια γλώσσα που δίνει τη δική της άποψη για τα πράγματα, που τους δίνει μια λάμψη, εγκαινιάζει μια συζήτηση που παραμένει ανοιχτή, προκαλεί την ίδια την έρευνα, κάνει δυνατό το απόκτημα. 

Αυτό που είναι αναντικατάστατο σε ένα έργο τέχνης – αυτό που το κάνει όχι μόνο ευκαιρία για ευχαρίστηση, αλλά όργανο του πνεύματος,– είναι ότι μας παρέχει εμβλήματα των οποίων ποτέ δεν θα πάψουμε να αναπτύσσουμε το νόημα και γι’ αυτό μας εγκαθιστά σε έναν κόσμο του οποίου δεν έχουμε το κλειδί, μας μαθαίνει να βλέπουμε και μας κάνει να σκεφτόμαστε όπως κανένα αναλυτικό έργο δεν μπορεί. Αυτό λοιπόν που είναι ριψοκίνδυνο στη λογοτεχνία είναι αυτό που είναι διφορούμενο και είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε για να έχουμε μια γλώσσα κατακτητική, που δεν περιορίζεται να εκφράσει αυτό που ήδη ξέραμε, αλλά μας οδηγεί σε νέες εμπειρίες, και μας βγάζει από τις προκαταλήψεις μας. Δεν θα βλέπαμε ποτέ ένα νέο τοπίο αν δεν είχαμε τα μάτια μας, το μέσο να συλλαμβάνουμε, να ερευνούμε και να δίνουμε μορφή σε σχήματα χώρου. Κι αυτή, αγαπητή, δεν είναι η φύση του χορού; Να απαιτεί το βλέμμα δίνοντας ως αντάλλαγμα μορφή στον χώρο;

[Εμπνευσμένο από το «Λαβίνια Σουλτς» της Γεωργίας Διάκου, εκδόσεις Θράκα / η φωτογραφία απεικονίζει ένα χορογραφικό σχέδιο της Σουλτς για ένα έργο με τίτλο «Τέσσερις κινήσεις της νεκρής γυναίκας», 1921] 

20.9.24

Fernando Iwasaki #1


Στα αριστοτεχνικά γραμμένα μικροδιηγήματα του Φερνάντο Ιγουασάκι, χιλιόχρονες δοξασίες μπλέκονται με αστικούς μύθους και θρησκευτικές παραδόσεις με εξωτικούς θρύλους, προκαλώντας μέσα σε ελάχιστες σειρές μια ολόκληρη γκάμα συναισθημάτων από την ανατριχίλα και την αηδία, ώς το φόβο ή ακόμη και το γέλιο.  Ανθρωποφάγες καλόγριες, ζόμπι, νεκρά μωρά, σατανικά παιδιά, φαντάσματα, βρικόλακες και πλάσματα άγνωστης προέλευσης, είναι μερικά μόνο από τα όντα που στήνουν χορό σ’ αυτό το βλάσφημο και μακάβριο γαϊτανάκι. Οι σύντομες αυτές ιστορίες, συχνά αναμνήσεις και βιώματα από τις τρομακτικές αφηγήσεις της θρησκόληπτης γιαγιάς του Περουβιανού συγγραφέα οι οποίες σημάδεψαν τα παιδικά του χρόνια, αναβιώνουν σε μεγάλο βαθμό τα ήθη και τα τελετουργικά της γενέτειράς του, Λίμα. Πρόκειται για μια σχολαστική εργασία διάσωσης και ανάκτησης εκείνων των ιστοριών που είχαν μεγαλύτερο αντίκτυπο στην κοινωνία. Τα περισσότερα από αυτά τα ανέκδοτα επεισόδια έχουν μυθικό ή φανταστικό χαρακτήρα, αλλά ο επιδέξιος συγγραφέας τα παντρεύει παιγνιωδώς με ένα πλήθος από αναφορές στη λαϊκή κουλτούρα, τη γοτθική λογοτεχνία ή την ιστορία των θρησκειών και των πολιτισμών, δημιουργώντας ένα άκρως πρωτότυπο και διασκεδαστικό κράμα λογοτεχνίας τρόμου και ιστοριογραφίας, μια ανθολογία από σαρκαστικά και αιρετικά «άνθη του κακού».

W.C

Ήταν το πρώτο βενζινάδικο μετά από πολλά χιλιόμετρα και αναστέναξα ανακουφισμένος γιατί τα άντερά μου διαλύονταν από τους σφάχτες. Ένας άντρας χωρίς βλέφαρα μου υπέδειξε ένα διάδρομο που χανόταν μες στο σκοτάδι και κατά κει κατευθύνθηκα ακροπατώντας από πλακάκι σε πλακάκι σαν σχοινοβάτης που δεν θέλει να ανακαλύψει το κοινό ότι φοράει ξηλωμένο κολάν. Στην τουαλέτα δεν υπήρχε καθρέφτης, ούτε φως και το πλατσούρισμα των ποδιών μου μαρτυρούσε πως το πάτωμα ήταν καλυμμένο το λιγότερο δυο-τρία δάχτυλα από ένα ακαθόριστο υγρό. Το πρώτο χαρτί το ξόδεψα καθαρίζοντας στα τυφλά τη λεκάνη. Κάνοντας μεταβολή κλότσησα κάτι σαν κράνος μηχανής κι έκατσα σηκώνοντας τα μπατζάκια μου για να μην βραχούν.

Η αίσθηση ανακούφισης και ικανοποίησης δεν κράτησε παρά λίγα δευτερόλεπτα γιατί κάποιος απ’ έξω γύρισε το κλειδί της πόρτας. Ο νους μου πήγε στο αυτοκίνητο και το φορητό υπολογιστή που είχα στο πίσω κάθισμα. Στη σκέψη μου ήρθε ο άντρας χωρίς βλέφαρα φορώντας τις μεταξωτές μου γραβάτες. Αυτά σκεφτόμουν όταν ένα υγρό βουητό ανέβλυσε από τα σπλάχνα του υπονόμου.

Καθισμένος στη λεκάνη ένιωσα κάτι γοργό και ασυγκράτητο ν’ ανεβαίνει από τις σωληνώσεις. Τα νύχια του κροτάλιζαν στο μέταλλο και οι ρουφηξιές του πλάσματος αυτού ήταν τόσο έντονες όσο το χτύπημα απ’ τα σαγόνια του. Το δεύτερο χαρτί μού έπεσε μέσα σ’ εκείνη την παχύρρευστη λίμνη.  Σηκώθηκα και πήγα προς την πόρτα κρατώντας ακόμα το παντελόνι μου όταν κάτι βγήκε από τη λεκάνη με την ορμή φώκιας σε ρωσικό τσίρκο.  Έπεσα μπρούμυτα στο πάτωμα.

Η αίσθηση αηδίας ήταν εντονότερη απ’ τις δαγκωματιές. Με το τρίτο χαρτί καθάρισα το στόμα μου. Το κράνος της μηχανής είχε δυο κόγχες κενές.

 

Η φρίκη των ονείρων

Υπάρχουν εφιάλτες που δεν μας εγκαταλείπουν ποτέ και γερνάνε μαζί μας, προσθέτοντας στον πρωτογενή τρόμο τους φόβους των γηρατειών, τις πληγές του έρωτα και τον πόνο της εμπειρίας. Μικρός ονειρευόμουν ότι με κυνηγούσε ένας άνδρας με τα χέρια στις τσέπες και ότι αυτά τα χέρια πρόδιδαν την τερατώδη του φύση: πόδια κοτόπουλου, δάχτυλα από σκουλήκια ή σαν παραμορφωμένα σίδερα. Με τα χρόνια ο άντρας αυτός άλλαξε πολλές φορές όψη, τρομάζοντάς με εκ νέου με την παλιά του φρίκη. Άλλος εφιάλτης είναι αυτός της γυναίκας που γελάει κάτω από μια κινέζικη μάσκα. Μικρός με τρομοκρατούσε να μην ξέρω ποια ήταν και τώρα μεγάλος με αναστατώνει που υποψιάζομαι ποια είναι. Ο χειρότερος όμως είναι αυτός του λεπροκομείου: όταν ήμουν μικρός κατέβαινα στη σπηλιά για να βοηθήσω τον Μπεν Χουρ να βρει τη μητέρα του, φοβούμενος στην πραγματικότητα μήπως ανακαλύψει τη δικιά μου. Τώρα στα όνειρα μου ζητάω από τον Ιούδα Μπεν Χουρ να κατέβει μόνος του, γιατί ξέρω πως η μαμά μου σαπίζει εκεί κάτω και δεν θέλω να βγει έξω.

 

Τελευταία επιθυμία

Οι ετοιμοθάνατοι έχουν φευγαλέες εκλάμψεις διαύγειας που σβήνουν σαν κεριά μέσα στην καταχνιά του θανάτου. Η μαμά πέθανε έτσι, απαριθμώντας τις υποχρεώσεις μου, υπενθυμίζοντας μου τα καθήκοντα μου, υπαγορεύοντας μου σε ποιο συρτάρι βρισκόταν τα χαρτιά της ασφάλειας, σε ποιους είχε δανείσει βιβλία και πάνω απ’ όλα διαμηνύοντας μου να προσέχω πάντα τις αδερφές μου. Η καημένη η μαμά. Το μαρτύριο της ήταν τόσο μεγάλο και ποτέ δεν μας πέρασε από το νου πως την ύστατη στιγμή θα μπορούσε να μας αποχαιρετήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Σταδιακά, βυθιζόταν σε μια οδυνηρή υπνηλία, επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά τα ονόματα των αδερφών μου. Πήρα το χέρι της και μου είπε πως χαιρόταν που ξανάβλεπε επιτέλους τον πατέρα μου. Ξαφνικά, μου έμπηξε γλυκά τα νύχια της και μου ζήτησε να μην αφήσω ποτέ μόνο του τον Λουισίτο, πως ήταν αρρωστούλης και πως με είχε ανάγκη. Κι έτσι η μαμά πέθανε όπως υποπτευόμουν, φυλάσσοντας τα τελευταία της λόγια για τον καημένο τον Λουισίτο που πέθανε από λευχαιμία όταν ήμασταν παιδιά.

Πήγαμε στο σπίτι της μαμάς να τακτοποιήσουμε τα πράγματά της κι ακούσαμε κλάματα μέσα από την ντουλάπα. Οι αδερφές μου λένε πως είναι δική μου υποχρέωση κι αναγκάστηκα να τον πάρω στο σπίτι. Του αρέσει να παίζει με νάιλον καλσόν και αποξηραμένα πέταλα.

 

Στα επείγοντα

Η σειρήνα του ασθενοφόρου βουίζει ακόμα στ’ αφτιά μου όσο με ανεβάζουν σ’ ένα φορείο, μου κάνουν μια ένεση μ’ ένα ροζ υγρό κι ο κόσμος γύρω μου τρέχει, σαν να βιαζόμουν. Την πρώτη φορά που με έφεραν στα επείγοντα βίωσα με νευρικότητα την πρεμιέρα της χορογραφίας του θανάτου μου, τώρα όμως που μετράμε πια πέντε παραστάσεις έχω αναπτύξει κάτι σαν σκηνική νωθρότητα.

Η ένεση με το ροζ υγρό είναι για να επανέλθουν οι χτύποι της καρδιάς, ο ενδοφλέβιος ορός που μου έβαλαν περιέχει ένα αναλγητικό, η μάσκα που φοράω σκοπό έχει να με αποκοιμίσει και το τζελ με το οποίο μου αλείφουν το στήθος δηλώνει πως πρόκειται να με εγχειρήσουν. Το χειρότερο είναι μετά, όταν ξυπνάω σιγά-σιγά, θυμάμαι τα ονόματα αυτών που έχουν έρθει να με επισκεφτούν, αποδέχομαι τα απομεινάρια του σώματός μου και αποχαιρετώ κόσμο που είχα χρόνια να δω.

Η επιβίωση απαιτεί έναν έστω ελάχιστο ενθουσιασμό. Έναν ενθουσιασμό που δεν έχω πια. Νιώθω τόσο καλά εδώ που δεν σκέφτομαι να δώσω μάχη. Ο θάνατος είναι λευκός.

 

Το παράσιτο

Δεν ήταν ίνωμα, ούτε όγκος, ούτε τριχοθυλάκιο που είχε πάθει μόλυνση, μα ένας ζαρωμένος δίδυμος αδερφός εγκυστωμένος στην πλάτη του σαν ένας μόνιμος και ευχαριστημένος ένοικος. Ίσως να μην έπρεπε να του πω ποτέ τι ήταν και να τον αφήσω να σκέφτεται πως δεν επρόκειτο παρά για μια κοινή μάζα λίπους, αλλά εκείνος ο άνθρωπος μου είχε φανεί έξυπνος και δεν δίστασα να του δείξω εκείνη την ατροφική μικρογραφία του εαυτού του.

Ορισμένοι ασθενείς δεν είναι προετοιμασμένοι για να μάθουν τι έχουν και για να ατενίσουν δίχως προκαταλήψεις το απέραντο τοπίο της ανθρώπινης παθολογίας. Όπως εκείνος ο άνθρωπος που κρατούσε στην αγκαλιά του απαρηγόρητος τον αγέννητο αδερφό του, στον οποίο μέχρι που του έκοψε τα μαλλιά και τα μικροσκοπικά του νυχάκια προκειμένου να βρει έναν αχνό απόηχο, μια μακρινή αντανάκλαση, μια μελαγχολική ομοιότητα. Είμαι επιστήμονας, πώς θα μπορούσα να ξέρω αν είχε αισθήματα ή αν ονειρευόταν;

Δυο μέρες μετά την επέμβαση πέθανε από άγνωστη αιτία. Το παράσιτο επέζησε μια μέρα ακόμη.  



22.4.24

Rolf Dieter Brinkmann #3



Ένα ποιήμα

Εδώ είναι ένα ποίημα χωρίς ήρωα.
Σε αυτό το ποίημα δεν υπάρχουν δέντρα. Δεν υπάρχει χώρος
για να μπεις και να κοιμηθείς εδώ
στο ποίημα. Δεν μπορείς  να δεις κανένα χρώμα
 
σε αυτό το ποίημα εδώ. Δεν υπάρχουν συναισθήματα
στο ποίημα. Δεν υπάρχει τίποτα σε αυτό το ποίημα
να αγγίξεις. Δεν υπάρχουν μυρωδιές εδώ
σε αυτό το ποίημα. Δεν χρειάζεται κανείς να σκαρφαλώσει
 
πάνω από  φράχτη ή τείχος σε αυτό το ποίημα.
Δεν υπάρχει τίποτα να νιώσεις σε αυτό το ποίημα.
Το ποίημα εδώ δεν μπορείς να το παρακάμψεις.
Δεν είναι από καουτσούκ. Καμία λευκή σκιά
 
δεν υπάρχει στο ποίημα εδώ. Κανείς δεν επιστρέφει
 από ταξίδι εδώ σε αυτό το ποίημα.
Κανείς σε αυτό το ποίημα δεν ανεβαίνει ξέπνοος
τις σκάλες. Το ποίημα εδώ  δεν υπόσχεται
 
τίποτα. Επίσης δεν πεθαίνει κανείς στο ποίημα.
Σε αυτό το ποίημα δεν αισθάνεσαι κανένα χνώτο. Δεν
υπάρχει κανένας ήχος χαράς στο ποίημα εδώ. Κανένας
άνθρωπος στο ποίημα αυτό δεν είναι απελπισμένος. Εδώ
 
στο ποίημα είναι πολύ ήσυχα. Κανείς δεν
διαμαρτύρεται στο ποίημα. Κανείς δεν μιλάει εδώ
στο ποίημα. Εδώ σε αυτό το ποίημα δεν
τραυματίζονται οι εργαζόμενοι. Το ποίημα εδώ
 
στέκεται απλά εδώ. Δεν περιέχει κλειδιά
για να ξεκλειδώσετε πόρτες. Δεν υπάρχουν πόρτες
σε αυτό το ποίημα. Το ποίημα εδώ είναι χωρίς
μουσική. Κανείς δεν τραγουδά στο ποίημα αυτό και
 
κανείς δεν μιμείται κανέναν εδώ σε αυτό το ποίημα.
κανείς δεν ουρλιάζει εδώ, κανείς δεν καταριέται,
γαμάει, τρώει ή παίρνει βαρβιτουρικά. Δεν υπάρχει σε
αυτό το ποίημα σκηνικό βομβαρδισμού
 
για σένα. Το ποίημα εδώ δεν περπατάει, δεν ξαπλώνει,
δεν κοιμάται, δεν γνωρίζει καμία μέρα, δεν γνωρίζει καμία
νύχτα. Δεν χρειάζεσαι εδώ σε αυτό το ποίημα
να πληρώνεις τους λογαριασμούς Δεν υπάρχει ιδιοκτήτης
 
που αυξάνει το ενοίκιο. Δεν υπάρχουν
εταιρείες σε αυτό το ποίημα. Δεν υπάρχει σε αυτό
το ποίημα καμία πολιτεία Καλιφόρνια. Δεν υπάρχει
ρίγανη σε αυτό το ποίημα. Σε αυτό το ποίημα
 
δεν υπάρχει θάλασσα. Δεν μπορείς να κολυμπήσεις
στο ποίημα αυτό. Το ποίημα που βρίσκεται εδώ δεν έχει
ζεστασιά, το ποίημα δεν έχει ψύχος. Το ποίημα
εδώ δεν είναι μαύρο, δεν έχει παράθυρα και
 
δεν γνωρίζει φόβο. Το ποίημα εδώ δεν τρέμει
καθόλου. Το ποίημα εδώ είναι χωρίς καθρέπτη. Σε αυτό
το ποίημα δεν υπάρχει ούτε τηγανητό αβγό. Σουπερμάρκετ
δεν υπάρχει εδώ σε αυτό το ποίημα. Το ποίημα
 
που διαβάζεις εδώ δεν έχει βυζιά και πόδια,
το ποίημα εδώ είναι εντελώς ασώματο. Κανείς δεν
αναστενάζει εδώ στο ποίημα. Το ποίημα δεν αιμορραγεί,
δεν κρύβει τίποτα, το ποίημα δεν έχει κανόνες
 
Το ποίημα δεν είναι αναφορά για κανέναν. Κανείς
δεν βρίσκει μια δεκάρα σε αυτό το ποίημα,
και εδώ σε αυτό το ποίημα κανείς δεν οδηγεί
αυτοκίνητο. Τα ελαστικά δεν τσιρίζουν στη γωνία.
 
Σε αυτό το ποίημα κανείς δεν ρουφάει τρυφερά
έναν πούτσο. Δεν υπάρχουν λαμπτήρες σε αυτό
το ποίημα. Το ποίημα δεν είναι ένα κίτρινο μαντήλι.
Το ποίημα που κοιτάς εδώ δεν βήχει.
 
Εδώ σε αυτό το ποίημα δεν μπορείς να φιλήσεις.
Εδώ σε αυτό το ποίημα δεν κατουράς. Δεν
Μπορείς τίποτα να ξεκινήσεις με αυτό το ποίημα. Το
Ποίημα αποτελείται από ηχηρές αρνήσεις. Όλο και
 
περισσότερες αρνήσεις υπάρχουν σε αυτό το ποίημα.
Δεν υπάρχει ζιζάνιο στο ποίημα αυτό. Κανείς δεν γελάει
σε αυτό το ποίημα. Το ποίημα δεν ξέρει καμία
δουλειά. Κανείς δεν βλέπει τηλεόραση σε αυτό το ποίημα.
 
Το ποίημα δεν φοράει ρολόι. Το ποίημα δεν είναι
διαχρονικό. Χρειάζεται τόσο χρόνο, όσο θα κάνεις
για να διαβάσεις το ποίημα εδώ. Καμιά βρύση δεν
στάζει στο ποίημα εδώ και κανείς στο ποίημα
 
Δεν αναζητά τσιγάρα. Εδώ το ποίημα
δεν δίνει φιλοδώρημα. Δεν υπάρχει τουαλέτα
εδώ στο ποίημα. Δεν υπάρχει καμία πόλη σε αυτό
το ποίημα. Εδώ στο ποίημα κανείς δεν πλένει
 
τα πόδια. Το να πηγαίνεις σχολείο δεν είναι στο ποίημα
απαραίτητο. Στο ποίημα κανείς δεν γλύφει κάποιο
μουνί. Το πέος σου δεν στέκεται όρθιο εδώ
στο ποίημα. Δεν μπορείς εδώ στο ποίημα
 
να κάτσεις και αν σκεφτείς. Το ποίημα εδώ
δεν είναι το κράτος. Δεν είναι η κοινωνία.
Δεν είναι μηχανή φλίπερ. Το ποίημα εδώ
δεν έχει σκύλο. Σε αυτό το ποίημα δεν μπορεί
 
κανείς να αναγνωρίσει τον εαυτό του. Δεν τριγυρνούν
αστυνομικοί ούτε ψάχνουν να κάνουν διάλειμμα. Δεν
υπάρχει αγελάδα σε αυτό το ποίημα. Tο ποίημα εδώ
δεν είναι επιπόλαιο. Το ποίημα εδώ δεν είναι
 
προσεχτικό. Σε αυτό το ποίημα δεν εμφανίζεται
καλοκαιρινή μέρα. Δεν είναι ποτέ Τρίτη σε αυτό το ποίημα,
δεν υπάρχει Τετάρτη. Σε αυτό το ποίημα, δεν
είναι Παρασκευή σε αυτό το ποίημα και δεν υπάρχει

Πέμπτη στο ποίημα εδώ. Δεν είναι Δευτέρα,
Σάββατο και Κυριακή εδώ στο ποίημα. Το ποίημα
εδώ δεν είναι το αρνητικό της Δευτέρας ή της
Πέμπτης. Το ποίημα σταματά απλά εδώ.

[Από τη συλλογή "Westwärts 1&2" , Rowohlt Verlag, Reinbek 1975 / μετάφραση: Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης]

21.2.24

Rolf Dieter Brinkmann #2

Ο Rolf Dieter Brinkmann θεωρείται σημαντικός πρόδρομος της γερμανικής λεγόμενης ποπ λογοτεχνίας. Δημοσίευσε εννέα βιβλία ποιημάτων τη δεκαετία του 1960, τα οποία πραγματεύονται την εμφάνιση της σημερινής κουλτούρας και την αισθησιακή εμπειρία της ενεργού υποκειμενικότητας. Το 1972/73 ο Brinkmann ήταν υπότροφος της Γερμανικής Ακαδημίας Villa Massimo στη Ρώμη. Tην άνοιξη του 1974 ήταν επισκέπτης λέκτορας στο Γερμανικό Τμήμα του Πανεπιστημίου του Τέξας στο Όστιν.
  Ο Brinkmann, ο οποίος εμφανίστηκε επανειλημμένα ως προκλητικός επαναστάτης, αποσύρθηκε από τη γερμανική λογοτεχνική σκηνή μετά το 1970 και αφιερώθηκε αποκλειστικά στη συγγραφή και το κολλάρισμα των λεγόμενων «υλικών τόμων». Στα τελευταία του χρόνια δημιούργησε επίσης το λυρικό magnum opus Westwärts 1 & 2, το οποίο του χάρισε μεταθανάτια το Βραβείο Petrarca το 1975 και εξακολουθεί να θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ποιητικούς τόμους του 20ού αιώνα.
 Ένα άλλο σημαντικό έργο του είναι το Rom, Blicke, μια συλλογή επιστολών, σημειώσεων, αποκομμάτων εφημερίδων και φωτογραφιών, το οποίο ο Brinkmann αρχικά σχεδίαζε ως «τόμο υλικών» για μελλοντικά έργα. Το σύνολο των έργων του Brinkmann εκδίδεται από τον εκδοτικό οίκο Rowohlt.
  Ο Brinkmann πέθανε στο Λονδίνο στις 23 Απριλίου 1975, αφού τον χτύπησε αυτοκίνητο έξω από την παμπ Shakespeare, ενώ προσπαθούσε να διασχίσει το Westbourne Grove μετά από μια ανάγνωση στο Φεστιβάλ Ποίησης του Cambridge.
  Του απονεμήθηκε μετά θάνατον το Petrarca-Preis το 1975 για το μεγάλο και ιδιαίτερα επαινετό και επιδραστικό τελευταίο ποιητικό βιβλίο του Westwärts 1 & 2 (1975). Το 2005 κυκλοφόρησε μια νέα διευρυμένη έκδοση του βιβλίου αυτού, στην οποία προστέθηκαν τελικά 26 μεγαλύτερα ποιήματα καθώς και ένα υστερόγραφο 75 σελίδων από τον συγγραφέα.



 Σύννεφα
 
“Μερικά σύννεφα λίγο ή πολύ εκεί πάνω
το ίδιο μου κάνει… ολόκληρη την εικόνα δεν μπορώ
να την διατρέξω με το βλέμμα”.
 
Αυτό το μπλε είναι σήμερα φανταστικό.
 
Τώρα μόλις μπαίνω στο δωμάτιο. Δεν είναι
συγυρισμένο. Στο πάτωμα βρίσκεται
η εφημερίδα από χθες, η οποία δεν έχει διαβαστεί
ως το τέλος. Να ολοκληρώσω το διάβασμά της;
Κάτι το ανώφελο με πείθει να το κάνω.
 
Λίγες λέξεις… λίγες
οι οποίες μου άρεσαν.
 
Μου αρέσει αυτό κι επίσης το χαρτομάντιλο
που όλη τη νύχτα βρισκόταν μπροστά από το κρεβάτι μου.
 
Αν φτιαχτώ αρκετά
θα γίνουν όλες αυτές οι εικόνες καθαρότερες,
 
Ένα λεπτό κομμάτι χαρτί,
ένα χαρτομάντιλο,
στο οποίο είσαι εσύ.
Το μαζεύω από κάτω και σκουπίζω τη μύτη μου.
Αυτό είναι μια ωραία αντίθεση με το μπλε
που υπάρχει ανάμεσα στα σύννεφα, τα οποία επίσης βρίσκονται έξω
Και πάνω από εμένα. Βλέπεις ψηλά. Βλέπεις “σύννεφα”.
Είναι τα ίδια, τα οποία στη λέξη σύννεφα βρίσκονται
 
σ’ αυτό το κομμάτι χαρτί, στο δωμάτιό μου,
μέσα σ' εμένα,
μπλε.
 
[...]
 
Χιόνι
 
Χιόνι: ποιος
θα μπορούσε ως το τέλος
να σκεφτεί αυτή τη λέξη
έως εκεί
όπου λιώνει
και γίνεται ξανά νερό
που μουσκεύει τους δρόμους
και αντανακλά τον ουρανό
μέσα σε μια μαύρη,
στιλπνή λακκούβα
σαν αυτός να ήταν
από ανοξείδωτο ατσάλι
και να παρέμενε
αναλλοίωτα γαλάζιος.
 
[...]
 
Το να γράφεις ποιήματα, ειδωμένο ρεαλιστικά
 
Τι
μπορώ ακόμα να γράψω
ίσως ένα ποίημα
για τα διαλυμένα πλυντήρια
για την οδοποιία ή
τους πρόσφατους γάμους
 
με συμβουλεύουν πολλά
με διορθώνουν
νομίζουν πως είναι περιττό
καπνίζουν και πίνουν
σηκώνονται και φεύγουν
 
όταν κάθομαι στο γραφείο
μπροστά από μια λευκή σελίδα
δεν ξέρω τίποτα πια-
τα υδρογραφικά
στοιχεία για σήμερα
το μεσημέρι 12 η ώρα
στην επιφάνεια της θάλασσας
είναι ωραιότερα, προτιμώ να πιστεύω
 
διότι,
αχ, η θάλασσα
που δεν έχω αντικρίσει ακόμη
η μυστική μου απροθυμία
η μεγάλη μου κούραση
η θάλασσα, η θάλασσα
που πρόκειται
να καταστραφεί
σε ένα άλλο ποίημα!
 
[...]
 
Ανάμεσα στις γραμμές
 
Ανάμεσα
στις γραμμές
δεν υπάρχει τίποτα
γραμμένο.
 
Κάθε λέξη
είναι μαύρο
επαληθευμένο
πάνω σε άσπρο.
 
[...]
 
Ποίημα την 19η Μαρτίου 1964
 
Ένα μολύβι
ένα φύλλο χαρτί
ένα φλιτζάνι καφέ
ένα τσιγάρο
 
η τελευταία επιτυχία
των Rolling Stones
η ερχόμενη άνοιξη
η οικογενειακή φωτογραφία
 
ένα χέρι
μερικές λέξεις
ένα μάτι
ένα στόμα.
 
[...]
 
Πιο κρύο
 
Το κρύο έγινε εντονότερο
είπε και
 
άνοιξε το
φως του δωματίου.
 
Ο χώρος παρέμεινε
σκοτεινός. Και η
 
γυναίκα εκεί με το
μεσοφόρι κουνήθηκε
 
ανεπαίσθητα. Ίσως
ούτε καν
 
κρύωνε, μέχρι
να έρθει αυτός
 
για να της πει
πόσο κρύα
 
είναι όλα αυτά, αργότερα.
 
[...]
 
Nature morte
 
Ένα σκυλί που
στέκεται ακίνητο χωρίς
πρόσωπο. Ένα μήλο
σαπισμένο.
Η χθεσινή
εφημερίδα.
 
[...]
 
Λευκοπλάστ
 
Πάρα πολλά μένουν
να γίνουν, κάθε πρωί από την αρχή
Να ξεκινούν με αυτό, που
φαίνεται να είναι σε τάξη
 
αλλά τι λοιπόν είναι σε τάξη;
Τίποτα, κανένας, όλα
βρίσκονται εκτός λειτουργίας,
κλειστά.
 
Οι απαιτήσεις δεν σταματούν.
Τα εσωτερικά τραύματα είναι εδώ
Συνθήκες που έχουν γίνει προφανείς
στο πέρασμα του χρόνου
 
ανοιχτός από όλες τις πλευρές
και εκτεθειμένος χωρίς προστασία.
Όμως τώρα το χιόνι θέλει να πέσει
λευκό, απαράμιλλα λευκό
 
μια πλάνη, για την οποία υπήρχε μακρά σιωπή
Καπνός, αν υπήρχε φωτιά
αρκετά ψηλός, για να καταστρέψει         
 
τον σωρό των σκέψεων που κάθε φορά περισσεύει
και η παράδοση γίνεται σε όλες τις μορφές.
 
[...]
 
Αναπολώντας το παραμύθι
 
Αναπολώντας το παραμύθι
με τα περιστέρια-χτίζαμε
τις φωλιές από χιόνι βαθιά κάτω από
τον ύπνο μας: από τα μπλε μούρα
 
που φάγαμε και ήμασταν
σαν τα ελαφριά, γρήγορα φτερά του αέρα
ανάμεσα στα σύννεφα. Με ένα
μωβ ουρανό που
 
τύφλωνε τα μάτια μας
και παρακολουθούσαμε τη σιωπή
των χεριών την αργή
γλώσσα: μας βγάλαμε
 
ονόματα όπως
Χθες και Σήμερα
και μάλλον τα ρούχα μας ήταν
από φύλλα και φως
 
και πίναμε πετώντας
τους σπόρους της σιωπής
από τους ασημένιους
λαιμούς του πρωινού.
 
[...]
 
Μπετόν
 
Τις Κυριακές
γεμίστε με μπετόν
τις αίθουσες της καρδιάς
κοιμηθείτε σε δωμάτια
χωρίς φως όπου
δεν ακούγονται
παιδικές φωνές και πάντα
περιβάλλονται από προσευχές
μην καταστρέψετε
τις κάψουλες που έχουν σωθεί
ησυχάστε εδώ τις Κυριακές
ρίξτε μπετόν στους ψηλούς
θόλους των δωματίων
στο εσωτερικό τους
έχει ηχομόνωση ησυχάστε
οι σωροί
τα έμβρυα
γκρίζα μετά τον τοκετό
ησυχάστε στο μπετόν
ησυχάστε στο ποίημα
εδώ ήρεμα
τις Κυριακές
μπετόν.
 
[...]
 
Ταρζάν
 
Θυμάμαι
ακόμα πολύ καλά
τον εαυτό μου
 
Και τα
διαφορετικά μεγέθη
των δερμάτινων καλύπτρων
από τον Johnny
Weismüller
έως τον Lex Barker
στα νιάτα μου
ήμουν ο Ταρζάν
 
Ο Johnny Weismüller
ήταν επαγγελματίας κολυμβητής
κι εγώ επίσης
και η λίμνη
που κολυμπούσε
ήταν πραγματικά από νερό
ο κροκόδειλος από πλαστικό
 
υπήρχαν αρχέγονα δάση
σαν τριχωτές τρύπες
Και η Τζέιν ζητούσε
βοήθεια, βοήθεια, βοήθεια
αλλά στεκόμουν
ήδη εκεί
φορώντας το κάλυπτρο
 
ως Lex Barker
ή Johnny
Weismüller
μέσα στο φως
και ο κροκόδειλος
ήταν νεκρός
 
υπάρχουν πολύ μικρές
τριχωτές τρύπες όπως
τα αρχέγονα δάση που
ποτέ δεν θα ξεχάσει κανείς.
 
[...]
 
Πένθος στο πλυντήριο τον Ιανουάριο
 
Ένα κομμάτι σύρμα, λυγισμένο
τεντωμένο, ανάμεσα σε δυο
γυμνά δέντρα,
 
σύντομα τα φύλλα θα πέσουν
και πάλι, νωρίς το πρωί
κρέμεται πάνω του  ένα
 
φρεσκοπλυμένο
μαύρο καλσόν
από τα μπερδεμένα
 
μακριά πόδια στάζει
το νερό στο φωτεινό
πρωινό φως πάνω στις πέτρες.

 

11.2.24

Russell Edson #2

Αναδημοσίευση της συνέντευξης στον Mark Tursi

Mark Tursi: Σκέφτηκα να ξεκινήσω με μια πολύ γενική ερώτηση, απλώς για να δώσω κάποιο πλαίσιο σε αυτή τη συζήτηση. Τι πιστεύετε για την κατάσταση της ποίησης στην Αμερική σήμερα; Πού βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή και πού πιστεύετε ότι οδεύουμε;
Russell Edson: Είμαι λίγο πολύ ερημίτης, αλλά η εντύπωσή μου είναι ότι υπάρχει ένα είδος ανέμπνευστης ανίας. Πριν από λίγο καιρό φαινόταν ότι υπήρχαν τουλάχιστον κάποιες ενδιαφέρουσες προσωπικότητες. Είτε έχουν πεθάνει είτε έχουν πέσει σε πνευματική νάρκη. Φυσικά κανείς δεν μπορεί ποτέ να ξέρει τι συμβαίνει πραγματικά μέχρι να συμβεί. Γι' αυτό και στις περισσότερες περιπτώσεις συνήθως αργούμε πολύ.
Mark Tursi: Είναι η επιλογή να είσαι "ερημίτης" -τουλάχιστον όσον αφορά τον κόσμο της ποίησης- μια πολιτική επιλογή; Δηλαδή, ποιοι είναι οι λόγοι για τους οποίους αποστασιοποιείστε σε μεγάλο βαθμό από τη σύγχρονη λογοτεχνική σκηνή;
Russell Edson: Ο "ερημίτης" είναι ένας από τους τρόπους ζωής στους οποίους πέφτει κανείς φυσιολογικά χωρίς καν να το καταλαβαίνει. Μια καμηλοπάρδαλη δεν θεωρεί τον εαυτό της καμηλοπάρδαλη. Απλώς τυχαίνει να είναι καμηλοπάρδαλη χωρίς να χρειάζεται να το σκεφτεί.
Mark Tursi: Μια άλλη σχετική ερώτηση που σκεφτόμουν έχει να κάνει με την αρκετά σημαντική "υπόγεια" ή "λατρεία" που σας ακολουθεί. Υπάρχουν πολλοί άλλοι ποιητές, φοιτητές και λογοτεχνικοί τύποι που διαβάζουν το έργο σας, και ίσως ακόμη περισσότεροι συγγραφείς σήμερα που είναι σαφώς επηρεασμένοι από το έργο σας. Ωστόσο, εξακολουθείτε να είστε σε μεγάλο βαθμό περιθωριοποιημένος από την ευρύτερη ακαδημαϊκή και λογοτεχνική κοινότητα και συχνά δεν περιλαμβάνεστε στον λεγόμενο κανόνα. Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό;
Russell Edson:  Αν το έργο μου, όπως το θέτετε, "εξακολουθεί να περιθωριοποιείται σε μεγάλο βαθμό από την ευρύτερη ακαδημαϊκή και λογοτεχνική κοινότητα", είναι μάλλον επειδή δεν τους ενδιαφέρει. Όντας, όπως υπαινίσσεστε, κάπως ερημίτης, ποτέ δεν θεώρησα τον εαυτό μου περιθωριακό ή mainstream, απλώς χαίρομαι που γράφω. Βέβαια, η λογοτεχνική κοινότητα είναι σε μεγάλο βαθμό μια κοινωνική λέσχη, και είμαι πραγματικά πολύ αφηρημένος για οργανωμένη διασκέδαση.
Mark Tursi:  Η ποίησή σας παρουσιάζει μια ένταση μεταξύ γλώσσας και πραγματικότητας και γλώσσας και συνείδησης που είναι άλλοτε ενοχλητική, άλλοτε κωμική και, πιο συχνά, λίγο και από τα δύο. Πιο πρόσφατα ποιήματα από το βασανισμένο καθρέφτη, π.χ. το "Nice" και το "The Redundancy of Horses", ή παλαιότερα ποιήματα από το "What A Man Can See", όπως το "Signs" και ένα από τα απόλυτα αγαπημένα μου ποιήματα, το "A Man With a Tree on His Head" είναι μερικά παραδείγματα όπου σε βλέπω να εξερευνάς πραγματικά αυτή την ένταση. Έχετε επίσης προτείνει ότι η γλώσσα είναι μια προσπάθεια να κερδηθεί το επιχείρημα της αταξίας και να δημιουργηθεί ένας λογικός κόσμος "μέσα στην ίδια του την τρέλα". Ωστόσο, σε άλλες στιγμές φαίνεστε μάλλον αμφίθυμος απέναντι στη γλώσσα. Σε μια παλαιότερη συνέντευξή σας, για παράδειγμα, υπονοείτε ότι "η ποίηση είναι ένα πράγμα της χειρονομίας και του σημείου, και σχεδόν μια μη γλωσσική τέχνη", ή στην ίδια συνέντευξη: "οι λέξεις είναι ο εχθρός της ποίησης". Ποια είναι η σχέση μεταξύ της συνείδησης, της σκέψης, της πραγματικότητας και της γλώσσας; Τι ρόλο παίζει ο "εαυτός" σε αυτή τη σχέση; Ποιο ρόλο παίζει η ποίηση σε αυτή τη σχέση;
Russell EdsonΜε αδρούς όρους οι δύο βασικές μορφές δημιουργικής γραφής είναι η μυθοπλασία και η ποίηση. Η γλώσσα είναι η συνείδηση, και εδώ γίνεται η μυθοπλασία. Η ποίηση πηγάζει από τον ονειρικό νου, το ασυνείδητο. Η ποίηση δεν αισθάνεται ποτέ άνετα στη γλώσσα, επειδή το ασυνείδητο δεν ξέρει πώς να μιλήσει. Όλη η γραφή είναι αφήγηση ιστοριών. Η μυθοπλασία περιγράφει την πραγματικότητα με λέξεις, η ποίηση με εικόνες. Υποθέτω ότι στην ιστορία της λογοτεχνίας η μυθοπλασία ήρθε πρώτη και δίδαξε στην ποίηση πώς να μιλάει. Τη διαδικασία για την οποία μιλάω, την ονομάζω ονειροπόληση σε εγρήγορση. Το να έχεις πλήρη συνείδηση ενώ εξακολουθείς να ονειρεύεσαι στη σελίδα.
Mark Tursi: Αναρωτιέμαι, σε ποιο βαθμό, το έργο σας είναι μια κριτική; Δηλαδή, είναι τα ποιήματά σας σατιρικά; Για παράδειγμα, γράφοντας για τον υπερρεαλισμό και τον φαμπουλισμό, ο Ρόμπερτ Σολς προτείνει ότι "η φαμπουλιστική σάτιρα είναι λιγότερο σίγουρη ηθικά αλλά περισσότερο σίγουρη αισθητικά από την παραδοσιακή σάτιρα. Οι φαμπουλαριστές έχουν κάποια πίστη στην τέχνη αλλά απορρίπτουν κάθε ηθική απολυτότητα και έτσι απορρίπτουν την πίστη του παραδοσιακού σατιρικού στην αποτελεσματικότητα της σάτιρας ως μεταρρυθμιστικού μέσου. Αντίθετα, έχουν μια πιο λεπτή πίστη στην εξανθρωπιστική αξία του γέλιου". Τι γνώμη έχετε για την εκτίμησή του; Βλέπετε το έργο σας να απορρίπτει ηθικά απόλυτα και να προκρίνει τις αισθητικές επιλογές;
Russell Edson:  Μερικές φορές το έργο μου είναι χιουμοριστικό ή αστείο, αλλά ποτέ δεν προορίζεται ως σάτιρα. Η σάτιρα έχει έναν κοινωνικό ή πολιτικό σκοπό. Δεν εργάζομαι με προκατασκευασμένες ιδέες για την πραγματικότητα. Αναζητώ τη λογική της πραγματικότητας, η οποία είναι το σχήμα της σκέψης περισσότερο από οποιαδήποτε συγκεκριμένη ιδέα ή έννοια. Η συγγραφή για μένα είναι η διασκέδαση της ανακάλυψης. Που σημαίνει ότι θέλω να ανακαλύψω κάτι που δεν ήξερα ότι σχηματίζεται στη σελίδα. Η εμπειρία γίνεται αντικείμενο που διαμορφώνεται με τη λογική ενός ονείρου. Συνειδητοποίησα εδώ και καιρό ότι το ποίημα είναι η εμπειρία, ανεξάρτητα από το υπόβαθρο της εμπειρίας από το οποίο αντλείται.
Mark Tursi: Στο ίδιο μήκος κύματος, προτείνετε -και γράφετε- ποίηση που είναι απαλλαγμένη από στολίδια και απογυμνωμένη από τα περισσότερα από τα εξαρτήματα που συχνά αναμένονται από ένα ποίημα. Όμως, σίγουρα ενσωματώνετε μια ποικιλία ποιητικών μέσων (π.χ. μεταφορά, σύμβολο, ειρωνεία κ.λπ.). Βρίσκετε κάποια αξία στον τρόπο με τον οποίο οι τυπικές τεχνικές και τα λεγόμενα λογοτεχνικά μέσα επηρεάζουν και χειραγωγούν την ουσία, το περιεχόμενο και το υλικό του ποιήματος;
Russell Edson: Οι λεγόμενες λογοτεχνικές συσκευές, η μεταφορά, το σύμβολο, η ειρωνεία, όπως το θέτετε, είναι η φυσική λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Δεν χρειάζεται να σκεφτεί κανείς να τις χρησιμοποιήσει, είναι ήδη εκεί όπως τα χέρια ή τα μάτια του. Είναι ο τρόπος με τον οποίο το είδος σκέφτεται και εκφράζεται στο συνηθισμένο εμπόριο. Έτσι είμαστε όλοι καλωδιωμένοι, για να χρησιμοποιήσω μια σύγχρονη έκφραση.
Mark Tursi: Έχω δει μερικά από τα εικαστικά έργα σας - το εξώφυλλο του The Tunnel και το The House of Sara Loo για παράδειγμα. Μπορείτε να μιλήσετε λίγο γι' αυτά τα έργα τέχνης και ίσως για τον τρόπο που βλέπετε να αλληλεπιδρούν με την ποίησή σας; Κάποιες σημαντικές επιρροές από το χώρο των εικαστικών τεχνών;
Russell Edson:  Το εξώφυλλο του The Tunnel είναι έργο ενός τρελού μοναχού, ο οποίος χάραξε πολλά ακατέργαστα κεφάλια σε γρανίτη στη γαλλική πλευρά της Μάγχης. Πολλά από τα εξώφυλλα των άλλων βιβλίων μου έχουν τα δικά μου εικαστικά. Από νωρίς είχα σκεφτεί να γίνω ζωγράφος, αλλά βρήκα το όλο θέμα πολύ ακατάστατο. Το γράψιμο είναι φυσικά λιγότερο ενοχλητικό. Φυσικά, η προετοιμασία ενός βιβλίου για έκδοση δεν αξίζει σχεδόν καθόλου το ταξίδι. Είναι ακόμα χειρότερο και από τις ασκήσεις στο σπίτι από το σχολείο. Με κάποιο τρόπο η ζωή καταφέρνει να βρίσκει δυσκολίες, όσο ξεκάθαρος κι αν φαίνεται ο δρόμος. Είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς κάποιο ζωντανό πλάσμα που να μην υποφέρει από τους περιορισμούς της βιολογίας του.
Mark Tursi: Θεωρώ ότι η ζωγραφική έχει μια ιδιαίτερα ισχυρή συγγένεια με την ποίηση, και δεν εννοώ απλώς να θυμηθώ κάποιες από τις προφανείς ιστορικές συνδέσεις (π.χ. ο Στάιν και οι κυβιστές). Αλλά, υπάρχει ένας ορισμένος -αν και αδύναμος- σύνδεσμος μεταξύ του τρόπου με τον οποίο ένας ζωγράφος παράγει μια εικόνα και έτσι αναπαράγει το ψυχολογικό και συναισθηματικό πεδίο μέσω μιας φυσικής αναπαραγωγής, και του τρόπου με τον οποίο ο ποιητής επιχειρεί το ίδιο με τη γλώσσα και την εικόνα. Με ελκύει επίσης ιδιαίτερα ο πειραματικός κινηματογράφος - όπως ο Stan Brakhage, ο Richard Breer κ.λπ. Υπάρχει μια ορισμένη ρευστότητα της συνείδησης αναμεμειγμένη με τη φυσική πραγματικότητα που δεν φαίνεται δυνατή σε άλλα καλλιτεχνικά μέσα, εκτός ίσως από την ποίηση. Έτσι, ενδιαφέρομαι για τις σκέψεις σας σχετικά με τις εικαστικές τέχνες - γενικότερα υποθέτω.
Russell Edson: Όλες οι τέχνες έχουν μια ισχυρή συγγένεια με την ποίηση. Αλλά η διαφορά είναι ότι όλες οι άλλες τέχνες συνδέονται με αισθητήρια όργανα όπως τα μάτια και τα αυτιά. Η ποίηση μπορεί να ακουστεί, να διαβαστεί ή να χτυπηθεί στην πλάτη κάποιου σε κώδικα Μορς- μπορεί να διαβαστεί ως Μπράιγ μέσω των άκρων των δακτύλων. Με άλλα λόγια, όλες οι άλλες τέχνες έχουν μια φυσική παρουσία την οποία η γραφή πρέπει πάντα να κερδίζει. Η ποίηση, η οποία, παραδόξως, δεν είναι στην πραγματικότητα μια γλωσσική τέχνη, όπως ξέρουμε ότι είναι η μυθοπλασία, είναι ίσως, όπως προτείνετε, περισσότερο συγγενής με τη ζωγραφική. Αλλά ακόμη περισσότερο, ίσως με τον βωβό κινηματογράφο, γιατί τα όνειρα, αν όχι εντελώς, είναι κυρίως άλογα. Το βρεφικό υποσυνείδητο δεν ξέρει να μιλάει. Είναι η χώρα των φυσικών κατανοήσεων. Η γλώσσα του είναι μια γλώσσα των εικόνων. Η ποίηση είναι μια φυσική τέχνη χωρίς φυσική παρουσία, έτσι ώστε να βρίσκεται συχνά σε ρυθμό με τον χτύπο της καρδιάς, το χτύπημα των ημερών και στην παιδική σύλληψη της πραγματικότητας των ομοιοκαταληξιών.
Mark Tursi: Συμφωνώ ότι η ποίηση φαίνεται να απαιτεί να κερδίσουμε μια φυσική παρουσία. Και, επίσης, φαίνεται ότι η ποίηση απαιτεί να επιδιώκεται η φυσική παρουσία. Με άλλα λόγια, απαιτεί από εμάς να κάνουμε το άλμα προς τη δημιουργία κάτι ουσιαστικού που η αφηρημένη ζωγραφική, ή στην πραγματικότητα ο κινηματογράφος και οι περισσότερες άλλες εικαστικές τέχνες δεν κάνουν. Οι μονάδες της ποίησης είναι εγγενώς δηλωτικές και νοηματικές, και οι λέξεις και οι εικόνες μας αναγκάζουν να βρούμε το φυσικό μέσω του νοηματικού αποτελέσματος, ανεξάρτητα από το ποια εκδήλωση προκαλείται. Ή, όπως προτείνετε, μέσω "του ρυθμού του καρδιακού παλμού" ή "της πραγματικότητας της ομοιοκαταληξίας". Ίσως, λοιπόν, η εμπλοκή με το φυσικό να είναι λιγότερο φαντασιακή και περισσότερο ηχητικά ή φωνητικά υποκινούμενη; Ή, μήπως υπάρχει ένας ρυθμός ή ένας ρυθμός που διέπει την εικόνα ή είναι κατά κάποιον τρόπο άρρηκτα συνδεδεμένος με αυτήν;
Russell Edson:  Στην ποίηση τα μοτίβα του ρυθμού και της ομοιοκαταληξίας δίνουν αντιπερισπασμό ώστε ο εγκέφαλος του ονείρου να είναι ελεύθερος να ονειρευτεί. Τα όνειρα όπως και η ποίηση είναι φυσικές δημιουργίες χωρίς τα συνειδητά μέσα έκφρασης. Πιστεύω ότι η ποίηση ήρθε στη γλώσσα μετά την εφεύρεση της μυθοπλασίας- ότι η μυθοπλασία ήταν αυτή που δίδαξε στην ποίηση πώς να μιλάει.
Mark Tursi: Τι συμβαίνει αν ο άνθρωπος της ντουλάπας γίνει λυπημένος;
Russell Edson:  Σε παρακαλώ, μην το προτείνεις ποτέ αυτό. Με κάνει να σκέφτομαι αυτό που οι κοσμολόγοι έχουν ονομάσει "μεγάλη έκρηξη", μια ξαφνική διαστολή του σύμπαντος, που εκρήγνυται ίσως από το τίποτα, εκτός από μια θλίψη που ξαφνικά ενεργοποιείται σε έναν άσβεστο θυμό. Οπότε είναι μάλλον καλύτερο να πιστέψουμε ότι ο άνθρωπος της ντουλάπας δεν είναι ποτέ λυπημένος. . .
Mark Tursi: Στο βάθος του ουρανού...
Russell Edson:  Στο βάθος του ουρανού είναι ένας άνθρωπος που στέκεται πάνω στη γη, χτυπώντας τα χέρια του... .
Mark Tursi: Λοιπόν, αναρωτιόμουν επίσης - τι είναι αυτό που κάνετε έξω από το "τούνελ";
Russell Edson: Τι κάνω έξω από το τούνελ; Υπάρχει έξω;
Mark Tursi: Μου αρέσουν πολύ τα ποιήματα που μόλις κυκλοφόρησαν στο Sentence - ειδικά τα Rocks. Ετοιμάζετε μια νέα συλλογή; Μπορούμε να την περιμένουμε σύντομα;
Russell Edson:  Ετοιμάζω μια νέα συλλογή. Μπορεί να την ονομάσω "Η γυναίκα του κόκορα".
Mark Tursi: Στο ποίημα, "Ένας παρατηρητής του τυχαίου", γράφετε: "Συμπέρασμα: Η τυχαιότητα είναι μόνο θεωρητική. Διότι μόλις την αντιληφθεί κανείς, μετακινείται αμέσως στο κέντρο της προσοχής του, με αποτέλεσμα όλα τα άλλα να εισέρχονται στο τυχαίο, συμπεριλαμβανομένου και του παρατηρητή της τυχαιότητας". Λατρεύω την ειρωνεία εδώ, και με κάνει να σκέφτομαι την Αρχή της Αβεβαιότητας του Χάιζενμπεργκ ή την Αρχή της απροσδιοριστίας, όπως έχει εφαρμοστεί στη λογοτεχνία. Αν και έχουν υπάρξει χονδροειδείς καταχρήσεις που άλλοι από τις ανθρωπιστικές επιστήμες έχουν εφαρμόσει στην αρχική εξίσωση- δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο ο παρατηρητής επηρεάζει το παρατηρούμενο και τη σχέση δυνάμεων κ.λπ. νομίζω ότι κάποιες εφαρμογές είναι έγκυρες και κατάλληλες - ειδικά αν αναλογιστεί κανείς τις συζητήσεις του Χάιζενμπεργκ με τον Σρόντινγκερ και τον Αϊνστάιν για την "αβεβαιότητα". Υπάρχει ένα "περίπου" στην αβεβαιότητα; Αλλά, εν πάση περιπτώσει, νομίζω ότι αυτή η έννοια της αβεβαιότητας είναι ενδιαφέρουσα σε σχέση με το έργο σας. Δηλαδή, τι ρόλο παίζει το ατύχημα και η "τυχαιότητα"; Τι λέτε για την ποίηση γενικά; Έχετε γράψει εκτενώς για το ασυνείδητο, οπότε φαίνεται ότι η σύμπτωση και το ατύχημα πρέπει να παίζουν σημαντικό ρόλο στην ποιητική σας ευαισθησία. Υπάρχουν όμως και άλλοι τρόποι, εκτός από το ασυνείδητο, όπου η τυχαιότητα επηρεάζει το έργο σας ή τη δημιουργική διαδικασία;
Russell Edson:  Λατρεύω όλα τα υπέροχα πράγματα που λένε οι φυσικοί για την ύλη. Η ύλη είναι μια τόσο ενδιαφέρουσα ιδέα, ανεξάρτητα από το πώς περιγράφεται. Ξεχνάω ποιος σκέφτηκε πρώτος την ιδέα της, αλλά πάντα στοιχειώνει τη σκέψη μου γνωρίζοντας εκείνους που είναι απόλυτα πεπεισμένοι για την ύπαρξη της ύλης. Και όμως, ακόμη και αν δεν υπάρχει, η ιδέα ότι θα μπορούσε να υπάρχει λειτουργεί εξίσου καλά. Μπορεί κανείς να επεκταθεί σε αυτό και να φανταστεί μια ολόκληρη κοσμολογία. Αλλά τελικά, για ό,τι κι αν φανταστεί κανείς, υπάρχουν μόνο δύο πράγματα που παραμένουν σταθερά μέσα σε όλες τις πιθανότητες- το ένα είναι ο εγκέφαλός του (το όργανο της πραγματικότητας) και το άλλο είναι η πραγματικότητα όλων των άλλων, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφάλου του. Από την τύχη, όλες οι πιθανότητες γίνονται συμπτώσεις, όπως η πιθανότητα να ανοίξει μια κλειστή πόρτα και η σύμπτωση να περάσει κάποιος από μέσα. Όλη η λογική ξεκινά από τη σύμπτωση, το τυχαίο ξαφνικά βρίσκει το μοτίβο του σαν ένα παζλ νευρώνων, δίνοντας έμφαση στην ιδέα του μοτίβου- μοτίβο που είναι πάντα εκεί, περιμένοντας μόνο να το σκεφτούμε.
Mark Tursi: Αυτή είναι μια ενδιαφέρουσα ιδέα, δηλαδή ότι μπορεί κανείς να σκεφτεί ότι όλη η λογική ξεκινάει από τη σύμπτωση. Και, είναι μια έννοια βαθιά ριζωμένη στην ψυχή μας. Σκέφτομαι τα παράλογα ανέκδοτα που αφορούν επιστημονικές ανακαλύψεις και ατυχήματα - όπως αυτό με το μήλο που πέφτει από ένα δέντρο και χτυπάει τον Ισαάκ Νεύτωνα στο κεφάλι - και έτσι ανακαλύπτεται η βαρύτητα!!! Αλλά, σίγουρα υπάρχει κάποια εγκυρότητα σε αυτά τα ατυχήματα που αργότερα (ή και αυθόρμητα) εξελίσσονται σε κάτι εξαιρετικό. Όμως, στη συνέντευξη που δώσατε στον Peter Johnson, αναφέρετε κάτι που είπε ο Charles Simic στην εισαγωγή του στο πεζογράφημα feature of Verse: "Άλλοι προσεύχονται στον Θεό. Εγώ προσεύχομαι στην τύχη να μου δείξει τη διέξοδο από αυτή τη φυλακή που ονομάζω εαυτό μου". Συμφωνώ ότι το πεζό ποίημα μπορεί να είναι αυτό το σημείο διακοπών - μια προσωρινή απόδραση από την ιδέα του εαυτού, όπως προτείνετε. Αλλά, αναρωτιέμαι αν η τύχη είναι ο σωστός "θεός" για να προσευχηθούμε; Σε ποιον θα "προσευχόσασταν" (το χρησιμοποιώ αυτό τόσο χαλαρά και μεταφορικά όσο νομίζω ότι ο Σίμιτς το εννοούσε) αν μπορούσατε να επιλέξετε τον "θεό" σας;
Russell Edson: Μιλώντας για τον Νεύτωνα, είναι επιστημονικά αποδεκτό ότι πριν από το ατύχημά του κάτω από μια μηλιά, ενώ η βαρύτητα υπήρχε, δεν ήταν τόσο ακριβής όσο σήμερα. Ότι τις συννεφιασμένες μέρες τα πράγματα είχαν την τάση να ζυγίζουν περισσότερο- τις καθαρές μέρες κάπως λιγότερο. Οι άνθρωποι ήταν πιθανώς σε θέση να επιπλέουν για μικρές αποστάσεις όταν ο καιρός ήταν κατάλληλος. Μόνο αφότου ο Νεύτωνας παρατήρησε τη βαρύτητα, η βαρύτητα απέκτησε, θα έλεγε κανείς, αυτογνωσία και ξαφνικά σοβαρεύτηκε για το έργο της, και όχι μόνο, για τις μοιραίες αταξίες που ενυπάρχουν στα ψηλά σημεία και στις μπανανόφλουδες.
  Ήταν γραφτό ο Νεύτωνας να αποκτήσει επίγνωση της βαρύτητας, και η βαρύτητα με την επίγνωσή της από τον Νεύτωνα να αποκτήσει επίγνωση του εαυτού της; Ή μήπως αυτό ήταν απλώς μια έκφραση του τυχαίου, της σύμπτωσης ότι ο Νεύτωνας είχε γεννηθεί με ένα κεφάλι και ένα συγκεκριμένο δέντρο κρέμασε ένα συγκεκριμένο μήλο με στόχο το προαναφερθέν κεφάλι;
  Υπάρχει αυτό που έχω ονομάσει, η αρχή της μαϊμούς. Η οποία επιτρέπει (και παραθέτω): Αυτό που θα γίνει πρέπει να υπάρχει ήδη πριν από αυτό, αλλιώς δεν θα έπρεπε να υπάρχει ποτέ. Πράγμα που σημαίνει ότι, πριν οι πίθηκοι ξυπνήσουν από τα άτομα υδρογόνου τους, υπήρχαν ήδη στο ίδιο το γεγονός της δυνατότητάς τους.
Mark Tursi: Στο Διαισθητικό ταξίδι, μια γυναίκα σκοτώνει ένα παπαγαλάκι με τσεκούρι, ένας επιστήμονας σκέφτεται να συρρικνώσει τα πράγματα από την ύπαρξη, ένας άνδρας καταχωρεί περιστέρια σε ένα ξενοδοχείο, η πλάτη ενός σκύλου είναι κολλημένη στο ταβάνι και ένα σαλόνι είναι κατάφυτο από χόρτο. Τι είναι διαισθητικό σε αυτό; Από πού αρχίζει το ταξίδι; Είναι η διαίσθηση το φως στην άκρη του τούνελ ή απλώς ένα άλλο μέρος του σκοταδιού;
Russell Edson: : Αναζητώ τον απροσδόκητο εαυτό, όπως νομίζω και ο Σίμιτς. Είναι ένα διαισθητικό ταξίδι που μας οδηγεί μέσα από τη θανάτωση ενός παπαγάλου με τσεκούρι, και τη σκέψη να συρρικνώσουμε κάτι από την ύπαρξη, και την καταγραφή περιστεριών σε ένα ξενοδοχείο, και έναν σκύλο κολλημένο στο ταβάνι από την πλάτη του, για να μην αναφέρω ένα δωμάτιο κατάφυτο με χόρτο- όλα αυτά που έτυχε να αναφέρετε. Αλλά αυτά είναι μόνο σταθμοί του ταξιδιού. Δεν είμαι σίγουρος ότι το ταξίδι έχει ψυχολογικό τέλος- μάλλον έχει μόνο θνητό τέλος.
Mark Tursi: Αναρωτιέμαι ποιο θα ήταν το ψυχολογικό τέλος; Δηλαδή, τα ποιήματά σας συχνά τελειώνουν με τόση αστάθεια και αβεβαιότητα όση και η αρχή τους. Αυτό που συχνά μένει, στον αναγνώστη τουλάχιστον, είναι ένα διαταραγμένο και ατάραχο γέλιο. Στο ίδιο το ποίημα, το γέλιο μοιάζει να είναι ένα είδος ανεξέλεγκτης υστερίας ή άλλοτε κάποια προσπάθεια (από έναν χαρακτήρα ή ένα προσωποποιημένο αντικείμενο) να συγκεντρώσει τα σπασμένα θραύσματα που έχουν απομείνει από κάποιο σημείο ρήξης. Το παράλογο παραλήρημα που μας μένει συχνά είναι ένα είδος παραφροσύνης. Και, υποθέτω ότι αυτή η έννοια της τρέλας, η οποία μοιάζει τόσο αναπόσπαστο κομμάτι των αφηγηματικών σας διαταραχών και αυτού που ο Michel Delville αποκαλεί "συγκοπτόμενα τραντάγματα", είναι κάτι που με ενδιαφέρει πραγματικά. Έχετε επίσης πει ότι "η γλώσσα είναι λογική" και ότι το ίδιο το ποίημα, αν και μια "θαυμαστή αντίφαση", είναι μια πράξη λογικής. Μπορείτε να το αναλύσετε αυτό λίγο περισσότερο; Δηλαδή, αν η γλώσσα είναι μια πράξη λογικής, πώς μπορεί κανείς να κατασκευάσει μια θαυμαστή αντίφαση (ένα πεζό ποίημα) που μοιάζει τόσο τρελό;
Russell Edson: Μιλώντας για ψυχολογικό σκοπό, η γλώσσα είναι αυτοσκοπός. Και μόνο που μπορείς να γράψεις μια πρόταση ή μια ομάδα προτάσεων σε μια παράγραφο, σημαίνει ότι κάτι έχει συμβεί. Ως συγγραφέας, δεν ζητώ πολλά περισσότερα από αυτό. Η καθαρή ποίηση είναι η χώρα των άγλωσσων ονείρων των βουβών εικόνων που αναδύονται, όπως νομίζω ότι έχω πει, από τον ασυνείδητο εγκέφαλο. Σιωπηλές θεατρικές παραστάσεις που παρασύρονται μέσα στις νύχτες μας, τις περισσότερες φορές καθώς κοιμόμαστε. Παραδόξως, η δημιουργική μηχανή όλων των γραπτών τεχνών. Η ποίηση ενωμένη με τη συνειδητή γλώσσα είναι μια θαυμαστή αντίφαση. Είναι, όπως πάλι μπορεί να ανέφερα, ένας ύπνος ξύπνιος- να είσαι σε πλήρη εγρήγορση, και όμως να ονειρεύεσαι. Κάτι που μοιάζει όσο πιο κοντά μπορούμε να φτάσουμε στη λογική. Η παραφροσύνη θα μπορούσε να περιγραφεί ως η απώλεια του ορίου μεταξύ αυτών των δύο τρόπων σκέψης, όπου το υποκείμενο δεν μπορεί πλέον να ξεχωρίσει το ασυνείδητο από το συνειδητό- η ανώτερη λειτουργία κατακλύζεται από το ανείπωτο. Οι ψυχίατροι αρέσκονται να βάζουν τους τρελούς τους (ασθενείς) να ξαπλώνουν σε καναπέδες και να λεκτικολογούν με την ελπίδα ότι η ίδια η λογική που απαιτεί η γλώσσα θα μπορούσε να προσαρμόσει τη διαστρεβλωμένη νοοτροπία του τρελού. Εμείς που γράφουμε προσβλέπουμε επίσης στη λογική της γλώσσας για να βρούμε το δρόμο μας μέσα από τα όνειρά μας προς τα λογοτεχνικά αριστουργήματα.
Mark Tursi: Είναι τόσο σκόπιμο το ταξίδι προς ένα λογοτεχνικό αριστούργημα; Εννοώ, προσπαθούμε πραγματικά να δημιουργήσουμε ένα αριστούργημα ή απλώς γράφουμε; Και, σε μια ερώτηση που σχετίζεται κάπως, αλλά ίσως από μακριά, σε ποιο βαθμό πιστεύετε ότι η ποίηση είναι ένας τρόπος διάδοσης της γνώσης; Δηλαδή, μέσα από την εμπειρία της ποίησης, αποκτάται, αποκτάται ή ανακαλύπτεται η γνώση; Αν, όπως προείπατε προηγουμένως ότι η ποίηση είναι η λογική της πραγματικότητας και το σχήμα της σκέψης, τότε το "κοιμάμαι ξύπνιος" μοιάζει λίγο με τον Πλάτωνα που μιλάει για σκιές σε μια σπηλιά. Δηλαδή, η ποίηση γίνεται μέσο ανάμνησης, παρά ανακάλυψης. Με άλλα λόγια, μπορεί πράγματι να αποκτηθεί γνώση για την πραγματικότητα μέσω του ασυνείδητου; Αυτό θα φαινόταν σαν μια αντιστροφή του αιτίου και του αποτελέσματος κατά κάποιο τρόπο - τουλάχιστον σε μένα. Υποθέτω ότι γίνομαι πολύ μαρξιστής εδώ -ιδίως όσον αφορά την υλιστική μεθοδολογία- αλλά, παρ' όλα αυτά, είμαι περίεργος για το τι σκέφτεστε για τη σχέση μεταξύ γνώσης και ποίησης.
Russell Edson:  Φυσικά και είναι απλώς γραφή. Σε ένα τρισδιάστατο σύμπαν, ποιος καλύτερος τρόπος υπάρχει για να περάσει η τέταρτη διάσταση;
Μεγάλο μέρος του ανθρώπινου εγκεφάλου θα μπορούσε να συγκριθεί με την παχυσαρκία, ένα πλεόνασμα νευρωνικού ιστού, το οποίο με την πιο πρακτική έννοια έχει τόση χρησιμότητα όση και το υπερβολικό σωματικό βάρος, εκτός από το να περνάει άσκοπα την τέταρτη διάσταση γράφοντας ποιήματα, ή ακόμα και να προσπαθεί να βρει μια θεωρία των πάντων.
  Η μόνη γνώση που κάνει κάτι είναι η τεχνολογία. Όπως, για παράδειγμα, τα βήματα που μας οδηγούν από το τρίψιμο δύο ξύλων μεταξύ τους στο λουλούδι του σύγχρονου αναπτήρα. Και παρόλο που υπάρχουν κάποιοι που επιμένουν να βλέπουν την ποίηση ως τεχνολογία, η ποίηση στη μακρά ιστορία της δεν παρήγαγε ποτέ ούτε έναν αναπτήρα, όσες αισθητικές θεωρίες κι αν τρίφτηκαν μεταξύ τους.
  Η ποίηση είναι διασκεδαστική. Γιατί να την επιβαρύνουμε με την βαρεμάρα της ανεξερεύνητης μνήμης στην ψευδαίσθηση της αυτοέκφρασης; Στην καλύτερη περίπτωση το ποίημα είναι μια απρόσωπη διασκέδαση όπου ο συγγραφέας και ο αναγνώστης γελούν μαζί διαπιστώνοντας για άλλη μια φορά ότι η μόνη πραγματικότητα είναι η πραγματικότητα του εγκεφάλου που σκέφτεται για την πραγματικότητα.
Mark Tursi:: Θα ήθελα να κάνω μια ερώτηση σχετικά με τις ιδέες σας για την ποιητική ταυτότητα - δηλαδή τον εαυτό και το "εγώ" στην ποίηση. Νομίζω ότι δηλώνω το προφανές υπονοώντας ότι το "εγώ" σας δεν είναι αυτοβιογραφικό, ή μήπως είναι; Με άλλα λόγια, τι απομένει από το υποκειμενικό εγώ, το λυρικό υποκείμενο -ακόμη κι αν είναι εντελώς μεταφορικό ή ψυχολογικό- μέσα στα ποιήματά σας; Σε ένα απόσπασμα που αναφέρεται συχνά, λέτε: "Αυτό που θέλουμε είναι μια ποίηση των θαυμάτων - χωρίς το "εγώ" της έκστασης... Μια ποίηση απαλλαγμένη από τον ορισμό της ποίησης και μια πεζογραφία απαλλαγμένη από τις αναγκαιότητες της μυθοπλασίας- μια προσωπική φόρμα που πειθαρχεί όχι από την άλλη λογοτεχνία αλλά από τη δυστυχία- έτσι ένας τρόπος να είσαι ευτυχισμένος". Θα υπάρχουν πάντα υπολείμματα του εγώ να τριγυρνούν με τη γλώσσα μας, ακόμη και με τις πιο ένθερμες προσπάθειές μας να το απογυμνώσουμε; Πώς μπορούμε να το απομακρύνουμε; Εγκαταλείποντας το λυρικό "εγώ", από πού αναδύεται η φωνή; Και, μήπως η ευτυχία (ένας τρόπος να είμαστε ευτυχισμένοι) είναι απόρριψη του εγώ;
  Σε μια άλλη σχετική ερώτηση, θέλω να σας ρωτήσω για τις σκέψεις σας σχετικά με την έννοια του duende του Λόρκα. Ο λόγος που ρωτώ, εν μέρει, προκύπτει από τη λογοτεχνική σας σχέση και φιλία με τον Robert Bly. Γνωρίζω για τον σεβασμό και τη φιλία σας με τον Bly, και τον έχω ακούσει να μιλάει ξανά και ξανά για το duende - δηλαδή "τη μυστηριώδη δύναμη που όλοι μπορεί να αισθανόμαστε και καμία φιλοσοφία δεν μπορεί να εξηγήσει". Σε αντίθεση όμως με τον Bly, ο οποίος φαίνεται κάπως παθιασμένος με την πρόσβαση στο duende του Λόρκα (ή ίσως καθοδηγούμενος από αυτό), η ποίησή σας μοιάζει να κοροϊδεύει αυτή τη μυστηριώδη δύναμη, αντί να την αναγνωρίζει ως επιτακτική δύναμη (εκτός ίσως από κωμική!). Τι πιστεύετε λοιπόν για αυτή την ιδέα του duende και πώς βλέπετε την ποίησή σας να την απορρίπτει και να την ανατρέπει ή να την αποδέχεται και να την αναγνωρίζει;
Russell Edson: Μαρκ, αναρωτιέμαι αν θα μπορούσες να επαναδιατυπώσεις τις ερωτήσεις σου. Δεν μπορώ να καταλάβω τι μου έστειλες. . .
Mark Tursi: Εντάξει, ας προσπαθήσουμε ξανά. Συγγνώμη αν αυτές οι ερωτήσεις ήταν λίγο περίπλοκες. Ίσως αποκαλύπτουν λίγο τις δικές μου εμμονές. Εδώ είναι μερικές άλλες:
Με την πρώτη ερώτηση, υποθέτω ότι απλά δεν καταλαβαίνω τι έχετε πει σε αυτό το συχνά αναφερόμενο απόσπασμα, αλλά ενδιαφέρομαι να ακούσω περισσότερα: "Αυτό που θέλουμε είναι μια ποίηση των θαυμάτων - χωρίς το "εγώ" της έκστασης". Δεν βλέπω καμία έκσταση στο "εγώ" για να ξεκινήσω. Και, αν αφαιρέσεις τον εαυτό σου από το ποίημα, πώς είναι πια συναρπαστικό. Τι το ανθρώπινο έχει;
  Και με το άλλο ερώτημα, δεν ξέρω πραγματικά πώς να το επαναδιατυπώσω, οπότε ας τελειώσουμε με κάτι πιο ανοιχτό: αν δεν υπάρχει έξω από το "τούνελ", ποιο είναι το νόημα; Γιατί η γλώσσα; Γιατί η ποίηση;
Russell Edson:  Υποθέτω ότι μιλούσα για τους ποιητές που στέκονται μπροστά στα ποιήματά τους με κεφαλαίο "Ι". Πολλές φορές οι εξομολογητικοί τύποι που απορροφούν την ενέργεια των ποιημάτων τους στις ματαιοδοξίες της προσωπικότητας. Αυτό που μπορούμε να γράψουμε είναι πολύ βαθύτερο και πιο ενδιαφέρον από τις κενές περιγραφές που δίνουμε για τον εαυτό μας. Ο κόσμος κατακλύζεται από κενές μάσκες διασημοτήτων.
Η ποίηση είναι ένας τρόπος του νου - η εξερεύνηση μιας σήραγγας, όπου τυφλά αλμπίνο ψάρια μοιάζουν να επιπλέουν σε νοσταλγικές λίμνες ανεπανάληπτης μνήμης.

7.2.24

Rolf Dieter Brinkmann #1

Είναι το παρόν μια γκανγκστερική ταινία; 



Η δραστηριότητα της γραφής ως αντίσταση ενάντια στη μανία του κόσμου


Σε μια μαγνητοφώνηση του 1973, ο Brinkmann εξηγεί: "Συμφωνώ με τον Fritz Mauthner ότι η γλώσσα, οι λέξεις και οι προτάσεις είναι εντελώς ακατάλληλες για την κατανόηση του κόσμου. Είναι πάντα μόνο λέξεις και προτάσεις, διατυπώσεις, αλλά τι υπάρχει πραγματικά;" Και η γλώσσα, η ποίηση, δεν μπορεί να το πει αυτό.
  Εκείνη την εποχή θεωρούσε τη "δραστηριότητα της συγγραφής ως αντίσταση στη φθορά του κόσμου" και ένιωθε αηδία όταν εμπλέκονταν χρήματα, π.χ. για τη συγγραφή άρθρων.
  Όχι, ο ποιητής Rolf Dieter Brinkmann, γεννημένος στη Βέχτα το 1940, δεν υπήρξε επιτυχημένος συγγραφέας κατά τη διάρκεια της ζωής του. Μισούσε τις ματαιόδοξες συμπεριφορές, την ψευδολογία των επιχειρήσεων και τη σχετική πίεση για συμμόρφωση - άλλωστε, είχε μια οικογένεια να συντηρήσει. Στις δεκαετίες του '60 και του '70 παρέμεινε ένας μοναχικός επαναστάτης στην περιφέρεια της λογοτεχνικής σκηνής. Μεταθανάτια μετατράπηκε σε μια λατρευτική φιγούρα.
  Στη βιογραφία του, η Βέχτα, η μικρή πόλη όπου μεγάλωσε, αντιπροσωπεύει όλα όσα μισούσε: τη στενότητα, τον φανατισμό, τη βαρεμάρα. Η Βέχτα έχει τρεις φυλακές και δύο πανεπιστήμια. Για τον Μπρίνκμαν, ήταν "μια χώρα γουρουνιών, με πολύ καχεκτικό πράσινο, μολυσμένη από τον καθολικισμό".
  Οι πρώτες πεζογραφικές δημοσιεύσεις του ήταν ακόμα προσανατολισμένες στην αισθητική του nouveau roman. Η ενασχόλησή του με την αμερικανική πρωτοπορία, ιδίως με την ποίηση του Frank O'Hara, έφερε επανάσταση στα κείμενά του. Η ανθολογία "Acid. Neue amerikanische Szene", που εκδόθηκε μαζί με τον Ralf-Rainer Rygulla το 1969, αποτελεί μια από τις σημαντικότερες μαρτυρίες της λογοτεχνικής γενιάς των beat.
  "Θα ήθελα να είχα γράψει πολλά ποιήματα τόσο απλά όσο και τραγούδια". Ο Brinkmann λάτρευε τους Doors, τους Velvet Underground, τους Soft Machine - υπνωτικά ξόρκια, υπαινικτικές στιγμιαίες εκστάσεις, "άμεση ποίηση, ηλεκτρικά ενισχυμένη". Παράλληλα με την επιθετικότητα του αφηνιασμένου Brinkmann, ωστόσο, υπήρχε πάντα μια λαχτάρα για χώρο, φως και σιωπή. "Ποιος είπε ότι κάτι τέτοιο είναι η ζωή; Πηγαίνω σε ένα άλλο μπλε" (τόμος ποίησης "Westwärts 1 & 2").
  Η υποχώρηση του Brinkmann από τη δημοσιότητα σηματοδότησε ένα σημείο καμπής στις "εξερευνήσεις του για την εξειδίκευση του αισθήματος μιας εξέγερσης". Η κυρίαρχη αγορά είχε απορροφήσει το underground (το Α στον κύκλο ήταν πλέον διαθέσιμο ως αυτοκόλλητο στο cri-cri.) Πολλοί από τους επαναστάτες κόλλησαν στην αστική διαδρομή κατά την πορεία τους μέσα από τους θεσμούς. Η φράξια της Τοσκάνης απολάμβανε κοκκινιστά μάγουλα Bütighofer με Chianti και τρούφες, ενώ ο φτωχός ποιητής πήγαινε σιγά σιγά στα όρια της Engelbertstraße της Κολωνίας. Η σύζυγός του Maleen βρισκόταν στη δίνη των εξετάσεων -ο ανάπηρος γιος τους Robert χρειαζόταν ιδιαίτερη προσοχή- ο φόβος της έξωσης πλανιόταν πάνω από την οικογένεια, οι διαταγές πληρωμής τραβούσαν τα νεύρα τους, μια ζωή με πίστωση. Η καθημερινότητα του Brinkmann ήταν μια μεγάλη ταπείνωση. 
  Ως υπότροφος της Villa Massimo το 1972/73, (εκείνη την εποχή οι σύζυγοι των υποτρόφων δεν επιτρεπόταν ακόμη να έρχονται μαζί τους. Ο Brinkmann έπρεπε λοιπόν να αφήσει τη γυναίκα και το παιδί του στο σπίτι για να μη χάσει την υποτροφία του). Έμπλεκε σε καυγάδες με όποιον έβρισκε μπροστά του. Το δυνατό αποτέλεσμα της ρωμαϊκής tristesse εμφανίστηκε μόλις μετά το θάνατό του με τον τίτλο "Rom, Blicke" (1979). H Αιώνια Πόλη έγινε σύμβολο για όλα όσα μισούσε στον "πολιτισμό". Αντίθετα, το 1974, όπως δείχνουν τα "Γράμματα στον Χάρτμουτ" (1999), βίωσε το διάστημα που ήταν επισκέπτης συγγραφέας στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Όστιν ως ένα μεγάλο τυχερό χτύπημα, ως μια τελευταία προσπάθεια απελευθέρωσης.
  "Δεν δίνω δεκάρα αν πεθάνω, ο θάνατος ή η έννοια του θανάτου είναι μια ηλίθια εφεύρεση". Λίγους μήνες αργότερα, ο Brinkmann είναι νεκρός. "Το γρασίδι έχει ξεθωριάσει. Τώρα ήρθε η ώρα να προετοιμαστώ για ένα ατύχημα που δεν θα έχει τίποτα τρομακτικό για μένα", έγραψε - σαν να είχε προβλέψει τον πρόωρο θάνατό του. Καθώς διέσχιζε την οδό Bayswater Street στο Λονδίνο στις 23 Απριλίου 1975, τον παρέσυρε ένα αυτοκίνητο. Εκείνη την εποχή, τμήματα των γερμανικών αφιερωμάτων δεν μπόρεσαν να μην τον ειρωνευτούν ότι θα έπρεπε να είχε προσέξει περισσότερο την οδήγηση στα αριστερά.
  Όταν εκδόθηκε το Westwärts 1 & 2 τον Μάιο του 1975, λίγες ημέρες μετά τον θάνατο του Rolf Dieter Brinkmann σε τροχαίο ατύχημα στο Λονδίνο, το βιβλίο αποτέλεσε λογοτεχνική αίσθηση. Τέτοια κείμενα δεν είχαν δημοσιευτεί ποτέ στο παρελθόν από γερμανική πένα. Ήταν η πρώτη δημοσίευση του "παιδιού θαύματος" της γερμανόφωνης λογοτεχνικής σκηνής της εποχής, που είχε ανακηρυχθεί "enfant terrible", μετά από πέντε χρόνια σιωπής.
  Εν τω μεταξύ, ο ποιητικός τόμος απέκτησε κανονική υπόσταση και ο Rolf Dieter Brinkmann έγινε μεταθανάτια ποιητική λατρεία. Μετά από 30 χρόνια, επιτέλους κυκλοφόρησε μια νέα, διευρυμένη έκδοση, η οποία καθιστά για πρώτη φορά προσιτή τη μορφή των Westwärts 1 & 2 που είχε αρχικά σχεδιάσει ο Brinkmann.

Στην έκδοση του 1975, ο Brinkmann αναγκάστηκε να αφαιρέσει 23 μακροσκελή ποιήματα και έναν εικονογραφημένο επίλογο 89 σελίδων, κατόπιν επιμονής του εκδότη. Κακόγουστο αστείο, αν αναλογιστεί κανείς τις συνθήκες διαβίωσης κάτω από τις οποίες ο Brinkmann έπρεπε να παράγει τα κείμενά του: "Το πώς τα βγάζουμε πέρα μου είναι συχνά ασαφές. Όλη η γειτονιά, οι γνωστοί μου, είναι όλοι ξεζουμισμένοι. (...) Ένα πρωί ένας αστυνομικός από την εταιρεία φυσικού αερίου και ηλεκτρικού ρεύματος ήταν στην πόρτα και ήθελε να κόψει το ρεύμα, συνεχείς υπενθυμίσεις, απειλές, λογαριασμοί, διαταγές πληρωμής". Ο Brinkmann είχε μετακινήσει την πρώτη έκδοση του Zettels Traum του Arno Schmidt, προκειμένου να μπορέσει να πληρώσει τις φωτοτυπίες για την ποιητική συλλογή. "Είναι ένα υποκειμενικό βιβλίο, ανεξάρτητα από τις επικρατούσες λογοτεχνικές συμβάσεις, και μπορεί να διαβαστεί εξίσου εύκολα ως ένα συνεκτικό βιβλίο πεζού λόγου όσο και ως ένα βιβλίο δοκιμίων".
  Το κείμενο της ανακοίνωσης του εκδότη, το οποίο ο Μπρίνκμαν μετέφερε τότε τηλεφωνικά, περιέγραφε ακριβώς τι έπρεπε να περιμένει ο αναγνώστης: "Σκηνές πόλεων και τοπία, αυτοβιογραφικά αποσπάσματα και μυθιστορηματικές βιογραφίες, ανακατεμένα με αποσπάσματα από επιστολές, στίχους από τραγούδια του ροκ εν ρολ και θραύσματα από συζητήσεις, αναμνήσεις και ανάγνωση κάνουν τα ποιήματα, τα οποία συχνά είναι μακρόσυρτα και περιπλανώμενα, μεθυστικά κείμενα, έναν έντονο ανεμοστρόβιλο εμπειριών. Κάποια ποιήματα, είναι τόσο απλά όσο τα τραγούδια του ροκ εν ρολ".
  Πολλά από τα κείμενα και τις κινούμενες εικόνες που προέκυψαν μέσα στη συγκλονιστική φρενίτιδα των δεκαετιών του '60 και του '70 έχουν πλέον ξεπεράσει τη χρησιμότητά τους, αποδεικνύονται ανυπόστατα ή κουτσομπολιά της εποχής. Τα ποιήματα και τα πεζά κείμενα του Rolf Dieter Brinkmann, τα κολάζ και οι σημειώσεις του δεν έχουν χάσει τίποτα από την επικαιρότητα και την ποιότητά τους. Η ανελέητη άποψή του για τον καθημερινό κόσμο και τους μηχανισμούς εκμετάλλευσής του, αποτυπωμένη σε λυρικά τερτίπια, τραγούδια και φωτογραφίες, είναι θυμωμένη, λυπημένη, τρυφερή, αλλά πάντα με μια πονεμένη ακρίβεια, σαν τις αλάνθαστες εκτροπές ενός σεισμογράφου.
  Και αναπόφευκτα αναρωτιέται κανείς πώς αυτός ο εξαιρετικά ευαίσθητος άνθρωπος, αυτή η μονίμως ενεργοποιημένη μηχανή αντίληψης, κατάφερε να παραμείνει στο πετσί του. Το έργο του Brinkmann ήταν επίσης μια διαρκής διαδικασία αυτοπεποίθησης, μια αναζήτηση νέων τεχνικών και στάσεων γραφής.
  Η ηχητική παρακαταθήκη του Rolf Dieter Brinkmann περιέχεται σε 29 κασέτες ήχου, μαγνητικές ταινίες, σχεδόν όλες συσκευασμένες στις αρχικές θήκες, με αριθμημένα αυτοκόλλητα, εσωκλειόμενες κακογραμμένες σημειώσεις και χειρόγραφες σημειώσεις με τη μορφή λέξεων-κλειδιών. Η αρίθμηση προέρχεται από τη χήρα Maleen Brinkmann, η οποία κυκλοφόρησε τις κασέτες για δημοσίευση 30 χρόνια μετά το θάνατο του ποιητή. Επιτέλους μπορούμε να ακούσουμε τη φωνή του Brinkmann και να καταλάβουμε πώς έπαιζε, δούλευε και πάλευε με τον εαυτό του και τη γλώσσα. Πρέπει να τον διαβάσουμε και να τον ακούσουμε. Για τον ποιητή Rolf Dieter Brinkmann (1940-1975) γυρίστηκε η μεγάλου μήκους ταινία "Ο θυμός του Brinkmann". Η ταινία βασίζεται στη δημοσιογραφική κληρονομιά του ποιητή: κασέτες ήχου, ταινίες Super 8, φωτογραφίες Instamatic και κολάζ που διέθεσε για την ταινία η σύζυγός του Maleen Brinkmann.    

(Herbert Debes /  www.brinkmannszorn.de)